Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Ανακοίνωση Άρδην: Μπροστά στις Εκλογές

Α. Φταίνε τα τραγούδια του, φταίει κι ο λυράρης, φταίει κι ο ίδιος ο λαός…

Πολύ συχνά, τα τελευταία χρόνια, τονίζουμε πως η αδυναμία εμφάνισης νέων πολιτικών δυνάμεων δεν αποτελεί σύμπτωμα αποκλειστικά πολιτικό –κρίσης των ελίτ– αλλά και μία ένδειξη ότι η ίδια η κοινωνία νοσεί βαθύτατα, έχει παρακμιακά χαρακτηριστικά και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να παραγάγει και νέες πολιτικές δυνάμεις και ηγεσίες. Αυτό δεν σημαίνει πώς υποτιμούσαμε τον ρόλο του φρένου που αποτελεί το πολιτικό σύστημα για την έκφραση του λαϊκού σώματος, αλλά θέλαμε να καταδείξουμε πως, εάν υπήρχε μία σοβαρή Κοινωνική Δυναμική, θα εκφραζόταν αναπόφευκτα και στο πολιτικό πεδίο. Και αυτή στην πραγματικότητα δεν υπήρχε.

Διαπίστωση που επιβεβαιώσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων και όλων όσων ακολούθησαν, με τη συμφωνία των Πρεσπών, την πανδημία και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Διαπίστωση που καταδείχτηκε σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια κατά τη μνημονιακή περίοδο, όταν το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης μπήκε σε κρίση και άρχισαν να εμφανίζονται καινούργιοι πολιτικοί σχηματισμοί ή να φουσκώνουν πολιτικά κόμματα που, μέχρι τότε περιθωριακά.

Κατ’ αυτή την περίοδο της καθολικής κρίσης της μεταπολίτευσης και του πολιτικού της συστήματος, οι δυνάμεις που κατόρθωσαν να αναδειχθούν στο πολιτικό προσκήνιο, έστω για λίγο, και κάποιες από αυτές να βρεθούν ακόμα και στην εξουσία, ήταν:  ο ΣΥΡΙΖΑ, που η δύναμή του επταπλασιάστηκε, η ναζιστική Χρυσή Αυγή, που υποκατέστησε το «χλιαρό» ΛΑΟΣ, το εφήμερο Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, οι εξίσου εφήμεροι ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου, η ΛΑΕ του Παναγιώτη Λαφαζάνη,  το ΜΕΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη ή το κόμμα του συνομιλητή του Ιησού Χριστού, Κυριάκου Βελόπουλου. Αλλά και στην πανσπερμία από  τα εξωκοινοβουλευτικά κομματίδια και ομαδούλες που παρήχθησαν από τις αλλεπάλληλες κρίσεις αυτής της περιόδου, η κατάσταση απεδείχθη ίδια και χειρότερη. Αντιεμβολιαστές της Αριστεράς και της Δεξιάς, χριστέμποροι,”γεροντάδες” –αγιορείτες και μη–, καθοδηγητές κομματιδίων, υπερασπιστές πάντα της ρωσικής Ορθοδοξίας. Και τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν στο πεδίο των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων και εντύπων που κινούνταν στον «χώρο»: Πουτινιστές καθηγητές, διεθνολόγοι, διαδικτυακοί ακτιβιστές, απόστρατοι στρατηγοί, ρωσόφιλα φύλλα και σάιτ κάθε χρώματος και ιδεολογίας, κάποια με το αζημίωτο. Όλος αυτός ο κόσμος και ο ημίκοσμος, που ανεδείχθη την τελευταία δεκαπενταετία, αποτέλεσε δυστυχώς το «νέο» που παρήγαγε η ελληνική κοινωνία κατά την περίοδο της κρίσης της μεταπολίτευσης και της νέας μετα-μεταπολιτευτικής περιόδου. Αρκεί να ρίξει κανείς ένα βλέμμα στα δεκάδες κόμματα που διεκδικούν την ψήφο των Ελληνίδων και των Ελλήνων σε αυτές τις εκλογές.  

Προφανώς, αυτή η πολιτική «Αυλή των Θαυμάτων» δεν ταυτίζεται με τους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που κινητοποιήθηκαν, από τη μία ή την άλλη πλευρά, κατά την περίοδο των μνημονίων ή των κινητοποιήσεων για το Μακεδονικό. Άλλωστε οι πλέον νουνεχείς, απογοητευμένοι κατευθύνθηκαν προς στην ιδιώτευση. Χαρακτηριστική περίπτωση υπήρξε εκείνη της «Σπίθας» που συγκέντρωσε τις προσδοκίες και την ενεργό συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων πολιτών για να τους οδηγήσει σε πλήρες πολιτικό αδιέξοδο.  

Τελικώς λοιπόν από το παλιό ηγεμονικό δίπολο της Μεταπολίτευσης –Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ– μόνο η πρώτη διεσώθη, ενώ το ΠΑΣΟΚ αγωνίζεται να επιβιώσει, πλευροκοπούμενο από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ

Η μονοπολική μετάβαση

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένας συνασπισμός δυνάμεων, από το παλιό ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά,  –ως η κορωνίδα του μνημονιακού χάους, κοιτάζει προς τα πίσω, προς στον «Παράδεισο» της μεταπολίτευσης της οποίας επιδιώκει απλώς την επιστροφή, και αρνείται να δει την ανάγκη υπέρβασής της.

Συναφώς, η Νέα Δημοκρατία, ή μάλλον μια ομάδα στο εσωτερικό της, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, άδραξε την ευκαιρία να μεταβληθεί αυτή στον πόλο της μετάβασης στη νέα ιστορική περίοδο. Εξέλιξη που συνέβη σχεδόν τυχαία, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη στην προεδρία του κόμματος επειδή ακυρώθηκαν οι πρώτες εσωκομματικές εκλογές που θα αναδείκνυαν στην ηγεσία έναν εκπρόσωπο του παλαιοκομματικού κατεστημένου, – εξέλιξη που θα  παρέτεινε την  κρίση τόσο  στο εσωτερικό της ΝΔ  όσο  και στο πολιτικό σύστημα στο σύνολο του.

Εν τέλει, ο Μητσοτάκης, ως εκπρόσωπος μιας μεταρρυθμιστικής ομάδας συσπειρώνοντας  δυνάμεις προερχόμενες από τις φιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες ελίτ – του Ποταμιού, του σημιτικού ΠΑΣΟΚ και της εκσυγχρονιστικής ΝΔ, «κατέλαβε την εξουσία» στο ίδιο το εσωτερικό του κόμματος και επιβλήθηκε ως μοναδική λύση στην ελληνική κοινωνία. Το γεγονός δε ότι η άνοδος του πραγματοποιήθηκε, εν μέρει, μέσα από ένα οιονεί εσωτερικό pronunciamento, καταδεικνύεται και από την βοναπαρτιστική  λειτουργία του «επιτελικού κράτους» – δηλαδή την αυστηρή επιτήρηση του κόμματος από το Μαξίμου.

Και ακριβώς επειδή η άνοδός του ανταποκρινόταν στην ανάγκη επούλωσης των πληγών της μνημονιακής περιόδου – όπως έλεγε ο Διονύσης Σαββόπουλος για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1990, «για να ξαναφτιάξει τα σπασμένα υδραυλικά»–, αναδείχθηκε σε κυρίαρχο πόλο του πολιτικού συστήματος το 2019· γεγονός που πιθανότατα θα επιβεβαιωθεί και στις επερχόμενες εκλογές. Έτσι το πολιτικό σύστημα παραμένει μονοπολικό – υπό την έννοια ότι υπάρχει ένας και μόνο πραγματικός παίκτης, εξ ου και η ηγεμονία του.

Ανάγκα και οι Θεοί πείθονται

Και παρότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το στενό του περιβάλλον ιδεολογικά διαπνέονται από την ιδεολογία ενός φιλελεύθερου εθνομηδενισμού, –άλλωστε διαβάζει σχεδόν αποκλειστικά Στάθη Καλύβα–, υποχρεώθηκε να ακολουθήσει μία πολιτική σχεδόν στον αντίποδα της ιδεολογίας του. Αντί ελληνοτουρκικής φιλίας ελληνοτουρκική αντιπαράθεση  που μπόρεσε να ενταχθεί στα πλαίσια της αντιπαλότητας των ΗΠΑ και της Γαλλίας με μια Τουρκία που επιθυμεί να μεταβληθεί σε παγκόσμιο παίκτη. Αντί φιλομεταναστευτικής πολιτικής, αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Τέλος, αντί φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, μια πολιτική ενίσχυσης της κρατικής παρέμβασης απέναντι στην πανδημία και την ενεργειακή κρίση.

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, από την εποχή της συμφωνίας των Πρεσπών, και κατ’ εξοχήν μετά την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση που οδήγησε στο χείλος του πολέμου και τη μεταναστευτική κρίση, πως η πλειοψηφική ιδεολογία του ελληνικού λαού, έχει μετακινηθεί προς πατριωτική κατεύθυνση. Το σύνθημα, το «Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του»,  οι κουμπαριές και τα ζεϊμπέκικα ανήκουν στο παρελθόν.

Στον ίδιο ή σε ανάλογο βαθμό, η προσδοκία της υπέρβασης της κρίσης της μεταπολίτευσης αποκλειστικά με την άρνηση του κρατισμού και την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς, όπως ευαγγελιζόταν η ΝΔ το 2019  απεδείχθη μία φενάκη. Αντίθετα, σε μία εποχή κρίσης της Δύσης και της παγκοσμιοποίησης, ο κοινωνικός, εθνικός ή περιφερειακός, προστατευτισμός, ενισχύεται.

Τέλος,  στο οικονομικό πεδίο, παρότι και σε μεγάλο βαθμό η ελληνική οικονομία στηρίζεται στον τουρισμό,  εντούτοις ενώ το ΑΕΠ της χώρας υπολείπεται ακόμα κατά πολύ εκείνου του 2008. [το 2008 ήταν 231,9 δις. ευρώ και το 2022 μόλις 192,4 δις ]  ενισχύεται δειλά-δειλά και η εσωτερική παραγωγή. Η αγροτική και η βιομηχανική παραγωγή ξεπέρασαν κατά 10% ή 15%  το 2008, ενώ οι εξαγωγές από 22 δις. ευρώ έφθασαν τα 53 δις. το 2022.

Η αναντιστοιχία γίνεται εμφανής στην περίοδο των εκλογών

Απέναντι σε αυτή τη νέα συνθήκη που δημιουργήθηκε από το κοινωνικό και πολιτικό πράττειν, –την οποία ένας φίλος από τη ΝΔ συνόψισε στο «μην κοιτάς τον Μητσοτάκη τι λέει αλλά τι κάνει»–, η ομάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει δύο δρόμους. Είτε να προσαρμόσει την Ιδεολογία της στη νέα πραγματικότητα, την οποία δεν υποπτευόταν όταν ανέλαβε την εξουσία, είτε να βαθύνει το ρήγμα  ανάμεσα σε αυτήν και τις δικές της επιλογές.

Και οι πρόσφατες επιλογές της Κυβέρνησης, μας υποδεικνύουν μια ροπή προς τον δεύτερο δρόμο. Έτσι μετά τους σεισμούς στην Τουρκία, έφτασε σε σημείο να παγώσει τη μετάβαση κυβερνητικών υπευθύνων στις στρατιωτικές μονάδες των νησιών το Πάσχα, για να μην «προκαλέσουμε» – έτσι όμως δεν κινδυνεύουμε να αναγνωρίσουμε εμμέσως ότι αυτά είναι διαφιλονικούμενα;

Αλλά ακόμα και να υποθέσουμε πως επρόκειτο για μια κίνηση υπαγορευμένη από τις πιέσεις των Αμερικανών και των Γερμανών, οι επιλογές για το ψηφοδέλτιο  Επικρατείας της ΝΔ στις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023, δεν υπόκεινται σε ανάλογες πιέσεις αλλά αποτυπώνουν πιστά την ιδεολογία της ηγετικής ομάδας.

Σε αυτό συμμετέχουν δύο υπουργοί, ο Θεόδωρος Σκυλακάκης και ο Χρήστος Στυλιανίδης Και παρότι αποτελούν πιθανότατα ικανά από τεχνοκρατική άποψη στελέχη, τουλάχιστον ο πρώτος, δεν παύουν όμως να ανήκουν σε μια πτέρυγα της ΝΔ με εθνομηδενιστική απόκλιση. Ο Θεόδωρος Σκυλακάκης, πρόεδρος της «Δράσης» του Στέφανου Μάνου, που αποτέλεσε μια «σοβαρή» πρόδρομη εκδοχή του Ποταμιού διαπνέεται από νεοφιλελευθέρες και «αντιεθνικιστικές» αντιλήψεις. Ο Χρήστος Στυλιανίδης με μακρά διαδρομή στην Κύπρο, όπου χρημάτισε και κυβερνητικός εκπρόσωπος, υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του σχεδίου Ανάν.

Και αν κρίνουμε από το βιογραφικό της πλειοψηφίας των υπολοίπων υποψηφίων, εκφράζουν και αυτοί την ίδια πολιτική πτέρυγα. Απουσιάζουν προσωπικότητες όπως ο Φραγκούλης Φράγκος ή Αλκιβιάδης Στεφανής, που όχι μόνο θα ανεδείκνυαν  τη στροφή προς την άμυνα, αλλά θα αποτελούσαν και ανάχωμα στις επικρίσεις κατά της ΝΔ στο πεδίο του πατριωτισμού. Και ενώ τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις υποψήφιοι/υποψήφιες, ανάμεσά τους και η επικεφαλής Ειρήνη Αγαπηδάκη, έχουν διακριθεί στη δράση τους, με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, απουσιάζουν παντελώς εκπρόσωποι π.χ. των πολυτέκνων,– μήπως διότι οι επιλογές για την αντιμετώπιση του δημογραφικού στρέφονται μάλλον προς την εισροή μεταναστών; Σημαδιακή άλλωστε είναι και η απουσία προσωπικοτήτων από τον χώρο της εργασίας εκτός από την αγρότισσα Άννα Καστάνη. Και ενώ ο κατασκευαστικός βιομηχανικός κλάδος εκπροσωπείται από την παλιά καραβάνα της ΝΔ, επιχειρηματία Σπύρο Σγαρδέλη, απουσιάζει και ο χώρος της τεχνολογίας και μάλιστα των νέων τεχνολογιών. Δεν θα μπορούσε άραγε να υπάρξει ένας υποψήφιος από τον χώρο των ναυπηγείων ή της αμυντικής βιομηχανίας;

Το ψηφοδέλτιο Επικρατείας καθρέφτης των προθέσεών της κυβέρνησης βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την πραγματικότητα της χώρας και την ίδια την πρακτική της κυβέρνησης.

Άλλωστε, και η προεκλογική εκστρατεία της ΝΔ επικεντρώνοντας προνομιακά στα ζητήματα των μισθών, των συντάξεων, της ακρίβειας, παγιδεύεται από τη δημαγωγία της αντιπολίτευσης, καθώς μπαίνει σε έναν διαγωνισμό παροχολογίας. Και καθώς ο Τσίπρας, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και ο Βαρουφάκης, τάζουνε τον ουρανό με τ’ άστρα, το πρόγραμμα της ΝΔ εμφανίζεται λυμφατικό έναντι των «ανοιχτοχέρηδων».  Έτσι όμως η ΝΔ στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στους νοικοκυραίους που γνωρίζουν ότι η παροχολογία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανεφάρμοστη, όμως πολύ δυσκολότερα μπορεί να πείσει τα φτωχότερα στρώματα που πιέζονται. Εάν αντίθετα, παράλληλα με τα οικονομικά, εισήγαγε στη συζήτηση και τα ζητήματα της άμυνας, της δημογραφίας, των μεταναστών, της ελληνικής ιστορικής παράδοσης, θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να προσεγγίσει τα λαϊκά στρώματα που διαβουκολούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και τους χριστέμπορους της Ακροδεξιάς.

Άλλωστε και στα ζητήματα της οικονομίας ενώ αναδεικνύει –ορθά– τον δημαγωγικό χαρακτήρα υποσχέσεων που οδηγούν σε χρεωκοπία, εντούτοις μένει στην επιφάνεια:  Δεν  αναδεικνύει ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Ελλάδα ώστε να μη ξαναπέσει στα αδιέξοδα του παρασιτικού καταναλωτισμού.   

Πράγματι, σύμφωνα με το «Πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ, η οικονομική ανάπτυξη δεν θα έρθει από την επένδυση και την παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά από τη ζήτηση και την κατανάλωση, με την επιστροφή δηλαδή στο μοντέλο που οδήγησε την Ελλάδα στα βράχια.

Και όμως, ακόμα και το 2022 οι επενδύσεις στην Ελλάδα υπολείπονταν κατά 35% εκείνων του 2007:  Το 2007 ήταν 61,8 δισ. ευρώ, το 2018  είχαν καταρρεύσει στα 22,9 δισ. και το 2022 έφθασαν τα 40,1 δις.  Δηλαδή αν το ΑΕΠ της χώρας έπεσε 25%, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 63%! Και παρότι το 2022 ανέκαμψαν σημαντικά, βρίσκονται ακόμα στο επίπεδο του 2002! (ΕΛΣΤΑΤ). Αυτή την πραγματικότητα, και το ύψος του χρέους που καθορίζουν και τις δυνατότητες του ελληνικού κοινωνικού κράτους, η Νέα Δημοκρατία  δεν την προβάλει. Άραγε γιατί και η ίδια δεν διαθέτει ένα μοντέλο παραγωγικής ανασυγκρότησης, ριζικά  διαφορετικό από εκείνο της μεταπολίτευσης;  

Χαρακτηριστική εξ άλλου υπήρξε η πολύ χαμηλή επίδοση του Κυριάκου Μητσοτάκη  στο περιβόητο debate των πολιτικών αρχηγών όπου δεν προέβαλε τις κατακτήσεις της ελληνικής κοινωνίας στο πεδίο της άμυνας της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της διπλωματίας, που θα τον καθιστούσαν κυρίαρχο απέναντι στην εθνομηδενιστική συγχορδία της Αριστεράς και θα υποχρέωνε και τον Ανδρουλάκη να διαφοροποιηθεί με τον Τσίπρα.

Τα κόμματα αρχίζουν να βρίσκονται πίσω από την κοινωνία

Αυτή η νέα πραγματικότητα, αργά ή γρήγορα, θα παραγάγει και πολιτικά αποτελέσματα και όχι αποκλειστικά προς τον χώρο της ακροδεξιάς, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα, γεγονός που επέτρεπε και τη δαιμονοποίηση και περιθωριοποίησή τους.

Ήδη, σε ένα σημαντικό τμήμα του λεγόμενου κεντρώου χώρου, έχουν παγιωθεί τα πατριωτικά και «αντιπαρασιτικά» αντανακλαστικά, ακόμα και σε επίπεδο πολιτικών στελεχών που είτε βρίσκονται σήμερα σε κάποιο κόμμα είτε συχνότερα βρίσκονται έξω από αυτά.

Πρόκειται για κάτι που υπερβαίνει την εκλογολογία, και αγγίζει σε βάθος την πολιτική πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας: τα τελευταία χρόνια συγκροτήθηκε μια εκδοχή πολιτικού και κοινωνικού «κέντρου» η οποία έχει αποδεσμευτεί ριζικά από την μεταπολιτευτική ιδεολογία, και αναδεικνύει ως κεντρικό αίτημα την υπέρβασή της.

Συγκροτείται, ένας καινούργιος, και μαζικός ‘κοινός τόπος’ στον οποίο εκβάλλουν διάφορα κοινωνικά στρώματα, κατηγορίες ψηφοφόρων που προέρχονται τόσο από την δεξιά/κεντροδεξιά όσο και από την αριστερά/κεντροαριστερά.

Η ολοκληρωτική υπέρβαση της μεταπολίτευσης μεταβάλλεται σε «βαθύ» πολιτικό αίτημα: δεν είναι δηλαδή μόνον απαίτηση για τομές και μεταρρυθμίσεις των θεσμών ή του κράτους· αγγίζει νοοτροπίες, συστήματα αξιών, συμπεριφορές απέναντι στα δημόσια πράγματα. Ξεκινάει από την κορυφή της κοινωνίας και καταλήγει στη βάση της. Είναι η απαρχή της υπέρβασης ενός συλλογικού εαυτού με τον οποίον πορευτήκαμε για δεκαετίες.

Υπάρχουν ορισμένα αιτήματα που συσπειρώνουν μέγιστη κοινωνική αποδοχή και λειτουργούν εμβληματικά: η αντιμετώπιση του νέο-οθωμανισμού, η αξιολόγηση στο δημόσιο, το συμμάζεμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η ευταξία στους δημόσιους χώρους.

Απολαμβάνουν διαταξική απήχηση, εκφράζουν την ίδια στιγμή τα μικρά και μεσαία στρώματα των πόλεων, τους νέους αγρότες, ή εκείνα του παραγωγικού επιχειρείν και της οικονομίας της γνώσης. Όχι τυχαία. Αν πάψει το πανεπιστήμιο να αποτελεί άσυλο ανιάτων μηδενιστών, θα ανοίξει ο δρόμος για την μεταβολή του σε σημαντικό μοχλό ανάπτυξης. Οι δε αναχρονιστικοί θύλακες μέσα στον κρατικό μηχανισμό συντηρούν μια μαύρη τρύπα εξόδων που θα μπορούσαν να ανακατευθυνθούν σε επενδύσεις για κρίσιμες υποδομές. Η ικανοποίηση των αιτημάτων αυτών, δηλαδή, θα οδηγήσει σε μια ριζική αναβάθμιση στο κλίμα της οικονομίας και της κοινωνίας, που θα έχει αντίκτυπο στην ζωή της πλειοψηφίας.

Επίσης, η τομή με τον μεταπολιτευτικό εαυτό είναι και πολιτισμική, καθώς στην κουλτούρα μιας ασύδοτης ελευθεριότητας και ενός ισοπεδωτικού ψευδοεξισωτισμού, αντιτάσσεται μια νέα, που επιμένει στα όρια, τον σεβασμό, την αυτοπειθαρχία, ή αναθεωρεί την ριζική απόρριψη κάθε έννοιας ιεραρχίας ή αυθεντίας που χαρακτήριζε την προηγούμενη περίοδο.

Και βέβαια, η νέα αυτή πολιτική στάση έρχεται να αποκαταστήσει την ιστορική σχέση που υφίσταται μεταξύ της εθνικής ευθύνης, του πατριωτισμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης και των μεταρρυθμιστικών αιτημάτων. Η μεταπολίτευση είχε διαρρήξει αυτήν την σχέση, μιας και το κλίμα ανάταξης, δημοκρατικής αποκατάστασης, οικονομικής ανόδου, και διεύρυνσης –σίγουρα, σημαντικής– των σημαντικών πολιτικών, κοινωνικών και ατομικών ελευθεριών συνδυάστηκε με την λήθη και την αποπομπή από το συλλογικό φαντασιακό της εθνικής καταστροφής στην Κύπρο.  Στα μυαλά των περισσότερων ανθρώπων, η κοινωνική πρόοδος τοποθετήθηκε σε ανταγωνιστική σχέση με κάθε εκδοχή εθνικής ολοκλήρωσης. Εξ άλλου κάθε χρήση του επιθέτου «εθνικός» παρέπεμπε για πολλούς στη Δικτατορία, και ενεργοποιούσε όλα τα συμπαραμαρτούντα αρνητικά αισθήματα.

Αυτό δεν συμβαίνει πλέον, και η ανάγκη των καιρών έχει γύρει την πλάστιγγα: ο τουρκικός επεκτατισμός εκδηλώνεται πλέον ξεκάθαρα, ενώ στην διεθνή σκηνή δεν κυριαρχεί η μονοπολική παγκοσμιοποίηση αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ Δύσης και Ευρασίας και η «permacrisis» –οι αλλεπάλληλες κρίσεις ως νέα κανονικότητα.

Έτσι το έθνος, ως κυριαρχία, ως ταυτότητα, ως συλλογικότητα, δεν αντιμετωπίζεται πια σαν αναχρονισμός· αποτελεί ένα από τα πρωτεύοντα συστατικά μια νέας πολιτικής ατζέντας για την διαχείριση του ρίσκου, την αντιμετώπιση της ανασφάλειας, και την αποκατάσταση της συνοχής ιδίως των δυτικών κοινωνιών. Όχι μόνο του, ή υπό την εκδοχή του εθνικού κράτους που μεσουράνησε στο β΄ μισό του 20ου αιώνα, αλλά συνδυαζόμενο με μορφές περιφερειακής ολοκλήρωσης, εδώ, σε ό,τι αφορά στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας.

Η ύπαρξη της συγκεκριμένης, κρίσιμης εκλογικά, μάζας είναι που διαμορφώνει τις συνθήκες του μονοπολισμού. Κι αυτό γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μικρότερο βαθμό το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, και οπωσδήποτε το ΚΚΕ, και το ΜΕΡΑ-25, υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια την μεταπολίτευση.

Και πάλι σας δίνω όραμα

                                                                                                          Μιχάλης Κατσαρός

Τα τελευταία χρόνια, επαναλαμβάνουμε πως το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν διαθέτει κάποιο όραμα γι’ αυτές τις δυσκολότερες στιγμές της ιστορίας μας, στις οποίες διακυβεύεται η ίδια η τύχη μας. Και προφανώς, σε κάποια δεδομένη στιγμή, δεν θα μπορείς να πράττεις ορθά, έστω και κουτσά στραβά, εάν δεν διαθέτεις ένα τέτοιο όραμα. Για να αντιμετωπίσεις την κρίση της παγκοσμιοποίησης και τον τουρκικό νεοθωμανισμό, όταν βρίσκεσαι σε αυτή τη γεωγραφική περιοχή και ενόψει των τεκτονικών γεωπολιτικών αλλαγών που έχουν ήδη συντελεστεί, είτε κυοφορούνται, δεν μπορείς να αρκεστείς στο business as usual. Χρειάζεσαι ένα σχέδιο ενταγμένο σε μία συνολική οραματική προοπτική.

Μόνο μια διαρκώς ενισχυόμενη, παραγωγικά και αμυντικά, Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει, στα πλαίσια του αναδυόμενου πολυπολικού κόσμου, έναν αποφασιστικό παράγοντα ενίσχυσης του ίδιου του ευρωπαϊκού κόσμου που συρρικνώνεται. Και μόνο εάν διαθέτεις αυτή την αντίληψη είναι δυνατό να χαράξεις και τις αντίστοιχες αναγκαίες πολιτικές.

Και η κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι μόνο αρνείται να διαμορφώσει ένα τέτοιο όραμα, αλλά αρνείται να δει τη σύνδεσή του με την ελληνική διαχρονία, που μπορεί να το υποβαστάζει και να κινητοποιήσει τη λαϊκή στήριξη. Και αυτό κατεδείχθη πανηγυρικά με την ευκαιρία του εορτασμού των 200 χρόνων από την ελληνική Επανάσταση και της επετείου των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Εάν η ηγεμονία Μητσοτάκη-Νέας Δημοκρατίας οφείλεται στο γεγονός ότι ο βασικός του αντίπαλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται κυριολεκτικά απέναντι από την πραγματική κοινωνία και τα εθνικά συμφέροντα, η πιθανή διεύρυνση του αρχόμενου ρήγματος μεταξύ ιδεολογίας και κοινωνίας , που περιγράψαμε, κινδυνεύει να προκαλέσει όχι μόνο ρήξη με την κοινωνία αλλά και κρίση στο εσωτερικό της Ν.Δ.

Επομένως, παρότι σήμερα εμφανίζεται ως η αποκλειστική εναλλακτική πρόταση απέναντι στον κίνδυνο της απόλυτης εντροπίας και διάλυσης της χώρας, που αντιπροσωπεύει ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί ήδη μία εναλλακτική ελλείψει άλλης. Ένα σημαντικό μέρος τον ψηφοφόρων δεν ψηφίζει τη Νέα Δημοκρατία επειδή ταυτίζεται μαζί της αλλά επειδή δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο, μπροστά στο φάσμα της διάλυσης και του χάους που αντιπροσωπεύει ο μεταπολιτευτικός αχταρμάς του Σύριζα.

Και πάντως το αναδυόμενο παραγωγικό και πατριωτικό κέντρο που ήδη σκιαγραφήσαμε, βρίσκεται χωρίς πραγματική πολιτική εκπροσώπηση, τόσο εξαιτίας των μεγάλων αδυναμιών της Νέας Δημοκρατίας, όσο και της παταγώδους αποτυχίας του Νίκου Ανδρουλάκη να το εκπροσωπήσει.

Για να συνοψίσουμε, στα πυκνά χρόνια που περάσαν, μετά το 2015, τουλάχιστον, η ελληνική κοινωνία άρχισε να ξεπερνάει τη μεταπολιτευτική ιδεολογία του παρασιτικού εκσυγχρονισμού και το μνημονιακό χάος και αρχίζει να μεταβάλλεται σε μια κοινωνία σημαντικά τμήματα της οποίας προπορεύονται πλέον του πολιτικού συστήματος.

Και όσο θα διευρύνεται ο πατριωτικός δημοκρατικός χώρος, έχοντας πλέον αποκοπεί οριστικά και τελεσίδικα από το ψευδοπατριωτικό περιθώριο που περιγράψαμε, θα δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση νέων πολιτικών υποκειμένων, πλησιέστερων προς τη νέα κοινωνική πραγματικότητα και το δικό μας όραμα. Είμαστε βέβαιοι άλλωστε πως η κρίση στην οποία θα εισέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές, και προπαντός η κρίση του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ, θα επιταχύνουν τις εξελίξεις. Και εμείς του ΑΡΔΗΝ, με τον ένα ή άλλο τρόπο, θα αποτελέσουμε μέρος αυτής της διαδικασίας.

20.5.2023

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Νεα ΚΑΠ: η αιτία των αγροτικών κινητοποιήσεων

Η χρονική μετάθεση κατά ένα χρόνο της εφαρμογής του όρου της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) περί υποχρεωτικής αγρανάπαυσης, συνιστά τ...