Το κλειδί στο ενεργειακό ζήτημα, από την Ελληνική κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση επικεντρώνεται στο φυσικό αέριο που θεωρείται το μεταβατικό καύσιμο μέχρι την πλήρη επικράτηση των Ανανεώσιμων Πηγών. Η Ευρώπη και η Ελλάδα εξαρτώνται από το ρωσικό και κεντροασιατικό φυσικό αέριο – ιδιαιτέρως σε μια περίοδο γεωπολιτικής αντιπαράθεσης Ρωσίας –ΝΑΤΟ για το Ουκρανικό και των αντιθέσεων Ρωσίας– Γερμανίας για το μέλλον του Nord Stream II.
Αν μάλιστα επικρατήσουν οι απόψεις των Πρασίνων που αντιδρούν στον προσδιορισμό του φυσικού αερίου –και της πυρηνικής ενέργειας– ως «πράσινα καύσιμα» σε αντίθεση με τις Κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Πορτογαλίας κ.ά. οι επενδύσεις ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο θα γίνουν ιδιαίτερα κοστοβόρες. Άλλωστε οι Γερμανοί επέλεξαν ένα μακρύτερο χρονικό ορίζοντα απολιγνιτοποίησης, έως το 2038. Αντίθετα ο Έλληνας πρωθυπουργός, με βάση τις συμβουλές των γιάπηδων που τον περιστοιχίζουν, διαμηνύει την πλήρη εγκατάλειψη του λιγνίτη δέκα χρόνια πριν τους Γερμανούς, έως το 2028 (!) χωρίς όμως να μπορεί να διασφαλίσει την αντίστοιχη αύξηση της παραγόμενης ισχύος ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, αφού οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις στα νέα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου γίνονται προβληματικές αν ισχύσει το νέο πλαίσιο.
Ταυτόχρονα το αμερικανικό non-paper για τον EastMed επικαλούμενο την οικονομική βιωσιμότητα, την πράσινη μετάβαση και τις εντάσεις που θα προκαλούσε στην Ν. Ανατολική Μεσόγειο – φράση που συνιστά ανοιχτή αναγνώριση των τουρκικών συμφερόντων στην περιοχή–, θέτει εκτός προοπτικής τον ισραηλινής εμπνεύσεως αγωγό φυσικού αερίου. Εξέλιξη αναμενόμενη λόγω έλλειψης χρηματοδότησης αλλά και της εγκατάλειψης των ερευνών για υδρογονάνθρακες νοτίως και δυτικά της Κρήτης. Το γεγονός καθιστά την χώρα άμεσα εξαρτώμενη από το εισαγόμενο φυσικό αέριο μέσω του αγωγού TANAP που διέρχεται από το Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία, με προφανείς τις συνέπειες στο ενδεχόμενο μιας Ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, που έρχεται όλο και πιο κοντά εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2023 στην Τουρκία.
Προφανώς η Ελλάδα θα πρέπει να αξιοποιήσει το «πράσινο φως» των Αμερικανών για την ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας (Eurasia Interconnector) με προϋπόθεση την χάραξη της ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου, καθώς και την αντίστοιχη διασύνδεση Αιγύπτου –Ελλάδας (Euro Africa Interconnector), στην πρόσφατα οριοθετημένη ΑΟΖ των δύο χωρών.
Δεδομένης της μακράς προβλεπόμενης διάρκειας της ενεργειακής κρίσης δεν αρκεί η επιδοματική πολιτική ανακούφισης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Η χώρα θα πρέπει να προχωρήσει άμεσα σε αναθεώρηση της ενεργειακής στρατηγικής, πρωτίστως με πάγωμα της βίαιης και βιαστικής από-λιγνιτοποίησης και εφαρμογή προηγμένων τεχνολογιών δέσμευσης του εκπεμπόμενου CO2.
Επιπρόσθετα απαιτείται η αύξηση των βαθμών αυτονομίας με αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, γεωθερμίας, υδροηλεκτρικής ενέργειας κ.λπ. Η επέκταση των ΑΠΕ θα πρέπει να συνδυαστεί με σημαντικά προγράμματα ενεργειακής εξοικονόμησης και αποκέντρωσης, κάλυψης των δημόσιων αναγκών, εγχώρια παραγωγή εξοπλισμού –ανεμογεννήτριες μικρότερου μεγέθους και φωτοβολταϊκά– και συστημάτων αποθήκευσης, αξιοποίησης των δυνατοτήτων των ενεργειακών κοινοτήτων για την κάλυψη των αναγκών, πρωτίστως των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το ζήτημα της Ενέργειας είναι αποφασιστικής σημασίας τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά και η στρατηγική της χώρας πρέπει να στηρίζεται στην ενεργειακή αυτονομία μας.
19/01/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου