Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η πιο καταστροφική δασική πυρκαγιά της δεκαετίας, που ολοκλήρωσε την οικολογική καταστροφή εκείνης στην Κινέττα, το 2018. 70.000 στρέμματα καμένης γης, εκ των οποίων τα 50.000 παρθένο δάσος, σημαντική απώλεια πανίδας κι αρκετές κατεστραμμένες ιδιοκτησίες, άφησε πίσω της η πυρκαγιά που μαίνονταν επί 4 μέρες στα Γεράνεια όρη.
Η πυρκαγιά ξεκίνησε στις 19 Μαΐου σε μια δύσβατη περιοχή του Σχίνου, μη προσβάσιμη οδικά και με μεγάλη κλίση, λόγω καύσης κλαδιών ελιάς από έναν ηλικιωμένο, σύμφωνα με την έως τώρα επίσημη εκδοχή. Αναπάντητα παραμένουν τα ερωτήματα των πολλαπλών ταυτόχρονων εστιών κατά την έναρξη, τα οποία οφείλει να διαλευκάνει η έρευνα της πυροσβεστικής που βρίσκεται σε εξέλιξη. Χωρίς να αποκλείεται η εκδοχή της αμέλειας όπως και σε πολλές ανάλογες καταστροφές του παρελθόντος, παραμένουν βάσιμες οι υποψίες για εμπρησμό, σε μια περιοχή που περιλαμβάνει σημεία πρόσφατων απορριπτικών αποφάσεων για εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων από την Motor Oil κα. Είναι επίσης γνωστό το εξορυκτικό ενδιαφέρον του ομίλου Μυτιληναίου στην ευρύτερη περιοχή λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε βωξίτη. Επίσης θα πρέπει να συνυπολογιστεί η αύξηση της τιμής της γης στο λεκανοπέδιο, λόγω υψηλής ζήτησης κατοικιών για βραχυχρόνια μίσθωση (Airbnb), τάση η οποία ενισχύθηκε ιδιαίτερα την περίοδο της πανδημίας. Τα παραπάνω σενάρια ενισχύονται κι από τις θεσμικές ρυθμίσεις, όπως για παράδειγμα την με αρ. 2499/12 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, με εισηγήτρια τη νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας κα Σακελλαροπούλου, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η εγκατάσταση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) σε αναδασωτέες περιοχές, αλλά και τον Ν 4685/20 που επιτρέπει εξορύξεις και εγκαταστάσεις ΑΠΕ ακόμα και σε προστατευόμενες περιοχές. Αδιάψευστοι μάρτυρες για τα αίτια της καταστροφικής πυρκαγιάς θα αποτελέσουν οι ενδεχόμενες παρεμβάσεις στις καμένες εκτάσεις την επόμενη περίοδο, κατ’ αντιστοιχία με όσα συνέβησαν μετά από ανάλογες δασικές πυρκαγιές στον Ελικώνα, στην Πάρνηθα, στον Κιθαιρώνα και αλλού[1].
Επιστρέφοντας στα γεγονότα για ακόμα μια φορά κατά τα ειωθότα, ο κρατικός μηχανισμός αποδείχθηκε απροετοίμαστος. Όσο η διαχείριση των οικοσυστημάτων και η αντιμετώπιση των κρίσεων δεν αντιμετωπίζεται προληπτικά, τα αποτελέσματα θα είναι όλο και πιο καταστροφικά, ανεξαρτήτως των αιτιών πρόκλησης τους. Η κλιματική αλλαγή επιτείνει την συχνότητα και την σφοδρότητα των καιρικών φαινομένων αλλάζοντας τον χρόνο εκδήλωσης τους. Ο συνδυασμός της ανομβρίας κατά το διάστημα από 25 Απριλίου έως 20 Μαΐου σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες εντός του Μαΐου, δημιούργησε ποσότητες εύφλεκτης ύλης που θα μπορούσαν να μετατρέψουν εύκολα μια εστία φωτιάς σε καταστροφική πυρκαγιά. Το φαινόμενο εντάθηκε από τους ισχυρούς ΒΔ ανέμους που ενισχύθηκαν έως και 3 μποφόρ στην περιοχή, λόγω του «καναλισμού» στον Ανατολικό Κορινθιακό.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η προετοιμασία της αντιπυρικής περιόδου προϋποθέτει από την έναρξη της-και όχι στα μέσα Ιουνίου- την προμήθεια εναέριων μέσων πυρόσβεσης, τη συντήρηση των επίγειων μέσων και τις απαιτούμενες προσλήψεις προσωπικού. Παρά την ψήφιση του Ν 4622 τον Φεβρουάριο του 2020 για τον Μηχανισμό διαχείρισης των κρίσεων, δεν έχει ακόμα συσταθεί το αρμόδιο συντονιστικό όργανο που προβλέπεται στο αρ. 12, ενώ η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας ασχολείται επικοινωνιακά, αποκλειστικά με τον Covid-19. Τα παραπάνω αντανακλούν βαθύτερα δομικά ελλείμματα όπως για παράδειγμα την έλλειψη τοπικών συντονιστικών οργάνων που να ενισχύουν την κουλτούρα της πολιτικής προστασίας με τον εθελοντισμό και την σωστή εκπαίδευση των πολιτών σε συνδυασμό με τους ανεπαρκείς πόρους για εξοπλισμό και μέσα, συνέπεια της μακρόχρονης οικονομικής κρίσης.
Στο δια ταύτα, προέχει η αποζημίωση των πληγέντων και η εξαίρεση τους από κάθε είδους φορολογικές υποχρεώσεις για την επόμενη χρονιά. Για την αποτροπή φαινομένων χειμαρροποίησης και κατολισθήσεων απαιτείται η κατασκευή αντι-πλημμυρικών έργων και αναβαθμίδων στις πλαγιές των βουνών το προσεχές καλοκαίρι. Η χάραξη αντιπυρικών ζωνών καθώς και η διαχείριση της καύσιμης ύλης των δασικών και χορτο-λιβαδικών εκτάσεων θα πρέπει να αποτελέσει βασική προτεραιότητα του μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων ώστε να περιοριστούν αναλόγου μεγέθους καταστροφές στο άμεσο μέλλον.
Η φύτευση βραδύκαυστων δέντρων, όπως οι χαρουπιές, σε συνδυασμό με την τοποθέτηση κρουνών στα σπίτια που γειτνιάζουν με δασικές εκτάσεις σε συνδυασμό με την σωστή ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση των κατοίκων θα πρέπει επίσης να αποτελέσουν μέσα πρόληψης για την αντιπυρική θωράκιση οικιστικών περιοχών που γειτνιάζουν με δασικά οικοσυστήματα.
Κάθε χρόνο στην περιοχή της Μεσογείου[2] καίγονται κατά μέσο όρο περί τα 375.000 εκτάρια δασικής έκτασης με την εκτίμηση για αύξηση της έντασης των πυρκαγιών κατά 40% τα επόμενα χρόνια. Αποτέλεσμα, τεράστιες απώλειες της βιοποικιλότητας, αυξήσεις στις εκπομπές CO2 με συνεπαγόμενη επιτάχυνση της κλιματικής απορρύθμισης, επιπτώσεις στον υδρολογικό κύκλο, στην διαθεσιμότητα πόσιμου νερού και στην επέκταση της ερημοποίησης.
Μοναδικός παράγοντας αποτροπής αυτών των εξελίξεων η ενεργοποίηση των πολιτών που αντιλαμβάνονται την ζωτική σημασία των φυσικών πόρων στην συλλογική μας επιβίωση. Φυσικών πόρων, που η διατήρηση τους αποτελεί τον απαραίτητο όρο και την βασική προϋπόθεση για την όποια «πράσινη ανάπτυξη» εξαγγέλλεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου