- Η δυστοκία της πραγματικής διακυβέρνησης
Τις προηγούμενες ημέρες δημοσιοποιήθηκαν τα στοιχεία απορροφησιμότητας των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Στο πεδίο όπου χωλαίνει περισσότερο η Ελλάδα, δηλαδή στον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, υλοποιήθηκαν μόνο τα 1,20 από τα 5,27 δισ.€ – δηλαδή το 22,9%. Αντ’ αυτού παρά την κάποια ανάπτυξη των εξαγωγών, δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από το κλασικό μοντέλο: τουρισμός, οικοδομή, AirBNB, και τζόγος (στα 36 δισ. ευρώ ανήλθε το σύνολο των πονταρισμάτων το 2023, δηλαδή σχεδόν 20% του ΑΕΠ της χώρας!) Παράλληλα, οι επενδύσεις παραμένουν καθηλωμένες στο 14,0% του ΑΕΠ.
Δεν είναι το μόνο δείγμα στασιμότητας: σε ένα δημοσίευμα των Financial Times, όπου σχολιάζονται θετικά οι –ανεπαρκείς– μεγεθυντικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα αρνητική μνεία γίνεται στην επιπέδωση της καμπύλης των μισθών και του βιοτικού επιπέδου.
Πρόκειται για απόρροια του ίδιου ζητήματος – ένα βραχυκύκλωμα του παραγωγικού μετασχηματισμού, για το οποίο ευθύνεται η αδυναμία της κυβέρνησης να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση του κράτους, και κυρίως ο πλειοψηφικά παρασιτικός χαρακτήρας του ελληνικού κεφαλαίου και των ελίτ. Μπορεί να γίνονται κάποιες επιμέρους μεταρρυθμίσεις, όπως η ψηφιοποίηση, αλλά απουσιάζει μια ευρύτερη αλλαγή που θα επιτρέψει στο κράτος να καταστεί αναπτυξιακό. Και δεν αναφερόμαστε στην επιστροφή στο παρασιτικό κράτος-εργοδότη της μεταπολίτευσης, αλλά, σε μια χώρα όπου το βραχυχρόνιο κέρδος επιτυγχάνεται ταχύτερα στον τουρισμό, την οικοδομή, τον τζόγο, η παραγωγική ανασυγκρότηση απαιτεί ένα κράτος που να προσανατολίζει και να οργανώνει με κατάλληλα μέτρα τις παραγωγικές επενδύσεις.
Έτσι, ακόμα και στους εξοπλισμούς, όπου η κρατική παρέμβαση διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο, παρά τις διακηρύξεις τεσσάρων χρόνων για την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας, στην πράξη το αντίκρισμα είναι πενιχρότατο. Ακόμα και για την παραγωγή των τόσο απαραίτητων drones που προβάλλει το υπουργείο Άμυνας, υπάρχει απόλυτη αδυναμία κάλυψης των αναγκών από την εγχώρια βιομηχανία. Και όμως, ακόμα και η ζήτηση του ουκρανικού στρατού καλύπτεται από την… οικιακή παραγωγή και τους εθελοντές που κατασκευάζουν οχήματα, αλλά και τα συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης που τα καθοδηγούν.
Εδώ και 2-3 χρόνια συζητείται η γεωπολιτική αναβάθμιση που είναι σε θέση να επιτύχει η Ελλάδα, καθώς οξύνεται ο ανταγωνισμός με το ευρασιατικό μπλοκ, και η Τουρκία μάλλον κινείται σε μια κατεύθυνση απαγκίστρωσης από τη Δύση. Σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά, όμως, είναι χαρακτηριστική η ευκολία με την οποία οι ιθύνοντες (στο Μαξίμου ή το μέγαρο Βασ. Σοφίας) επανέρχονται στις βολικές αυταπάτες μιας ελληνοτουρκικής συνεννόησης, που κυριάρχησαν κατά την περίοδο 1996-2020. Διότι, βέβαια, στο περιβάλλον όπου διαμορφώνονται οι ελληνικές ελίτ, κυριαρχεί το πρόσκαιρο, και, στην καλύτερη περίπτωση, ενεργούν μόνο αντανακλαστικά, και κάτω από την πίεση του Ερντογάν. Όταν, αντίθετα, αυτή η πίεση χαλαρώνει, οι ελληνικές ελίτ είναι έτοιμες να κάνουν τη δουλειά της Τουρκίας, που αυτή τη στιγμή, θέλει να δείξει καλό πρόσωπο προς τη Δύση, προκειμένου να αποσπάσει τα F-16 από τις ΗΠΑ και χρήματα από την Ευρώπη. Φυσικά, δεν εννοούμε να σηκώσουμε κάποια πολεμική παντιέρα, αρνούμενοι κάθε συζήτηση, όμως δεν μπορούμε να αφήνουμε αναπάντητες τις διαρκείς προκλήσεις: Κύπρος, Μονή της Χώρας, θαλάσσια πάρκα, εισαγωγή της «γαλάζιας Πατρίδας» στα τουρκικά σχολεία κ.λπ.
Στα δυτικά Βαλκάνια, η θρασύτητα του Ράμα στην υπόθεση Μπελέρη, με σκοπό την αρπαγή των περιουσιών από τους Έλληνες της Χιμάρας, συναγωνίζεται εκείνη των Σκοπιανών, μετά την άθλια συμφωνία των Πρεσπών. Και όμως, εκτός από τις παραινέσεις περί αυτοσυγκράτησης του υπουργείου Εξωτερικών –που έκανε ό,τι μπορούσε για να μην είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής ο Μπελέρης–, δεν διαφαίνεται κάποια στρατηγική για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα ώστε να μπει φραγμός στους καλοθελητές, την Τουρκία και τη Ρωσία, που θέλουν να βάλουν φωτιά και πάλι στην πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων.
«Εγώ ελπίζω να την βολέψω»: οι μίζεροι πολιτικοί ορίζοντες
Η παρακμή είναι γενική, και έχει πολιτικές, κοινωνικές και βαθύτατα ιδεολογικές διαστάσεις. Κάτι που αναδεικνύεται αδιαμφισβήτητα στις παρούσες ευρωπαϊκές εκλογές, και τις χαμηλές προσδοκίες που διατυπώνουν ενόψει αυτών όλα τα κόμματα, αρχής γενομένης από τη ΝΔ.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι, ούτως ή άλλως, οι Ευρωεκλογές είναι μια αναμέτρηση χαμηλού ενδιαφέροντος, καθώς η ΕΕ έχει εξελιχθεί σε ένα απόμακρο και ομφαλοσκοπικό γραφειοκρατικό οικοδόμημα. Ωστόσο, η τωρινή εκλογική αναμέτρηση παίρνει τον χαρακτήρα μιας μεγάλης ιδεολογικής σύγκρουσης γύρω από το μέλλον της Ευρώπης: σε σχέση με τη μετανάστευση, την ευρωπαϊκή άμυνα, την ενεργειακή ή την παραγωγική αυτοδυναμία, την προάσπιση του ευρωπαϊκού πολιτισμού απέναντι στην εθνοαποδόμηση, το woke, και τον διαλυτικό πολυπολιτισμό.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, παρότι αυτά τα ζητήματα αποτελούν για μας ζήτημα ζωής ή θανάτου, κυριαρχούν οι γελοιότητες του τικ-τοκ και η δυσοσμία πολυκαιρισμένης φέτας. Έτσι, οι σοβαροί πολίτες και οι νέοι απομακρύνονται από την πολιτική, η αποχή ανεβαίνει σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, και το πολιτικό επίπεδο της αντιπαράθεσης πέφτει στο ναδίρ. Η ίδια η κυβέρνηση ενδιαφέρεται μόνο να διατηρήσει το περιβόητο 33%, ενώ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν θέσει ως κορυφαίο τους στόχο το ποιος θα βγει δεύτερος – από εκεί εξαρτάται και η παραμονή των προέδρων τους στη θέση τους.
Το ΚΚΕ διαγκωνίζεται με την Ελληνική Λύση για την 4η θέση, αλλά το μόνο του μέλημά είναι να προωθήσει την επιρροή του στην αριστερή νεολαία, με τις αβανταδόρικες ατάκες του Δ. Κουτσούμπα, ακριβώς γιατί ο κύριος όγκος των δυνάμεών του –οι γενιές της μεταπολίτευσης– γερνάει και η επιρροή του στη νεολαία φθίνει, καθώς ο κύκλος της ηγεμονίας των ιδεών, της στάσης ζωής και του πολιτισμού της Αριστεράς έχει κλείσει οριστικά.
Η πέραν της ΝΔ Δεξιά, σκιαμαχεί με τη δική της έλλειψη σοβαρότητας, αδυνατώντας να απαγκιστρωθεί από καρικατούρες. Αναπόφευκτη εξέλιξη, καθώς, όλα τα προηγούμενα χρόνια, ο χώρος αυτός στηρίχτηκε κατ’ εξοχήν στην άρνηση των εμβολίων, την πουτινοφιλία και τις παραληρηματικές θεωρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σαν αποτέλεσμα, η ψευδοριζοσπαστική ρητορική της δεν δημιουργεί ένα ελκυστικό πλαίσιο ώστε να υποδεχθεί τη δυσαρέσκεια της νεοδημοκρατικής βάσης απέναντι στη χλιαρή αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού, τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, την τεκνοθεσία, την ακρίβεια και τα Τέμπη. Αντίθετα, η έλλειψη σοβαρότητας ωθεί τους δυσαρεστημένους της ΝΔ στην αποχή, ή ευνοεί τον επαναπατρισμό τους – ιδίως έπειτα από τη συμπερίληψη του Φρέντι Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ..
Και πράγματι, ο αρχηγός της ΝΔ αποφάσισε τη συμμετοχή του Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο μόνον αφότου συνειδητοποίησε το μέγεθος των απωλειών που του επιφυλάσσει η κύρωση του γάμου των ομοφύλων και της τεκνοθεσίας τους. Λειτούργησε για άλλη μια φορά πυροσβεστικά και υποχρεώθηκε να ακολουθήσει το μπλοκ που έβλεπε την υποψηφιότητα Μπελέρη ως ένα στοιχείο μιας περισσότερο διεκδικητικής εθνικής στρατηγικής, απέναντι στους «μπαρμπα-Θωμάδες» του Μαξίμου και του υπ. Εξωτερικών.
Και προφανώς, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζουν στα επιτελεία της αντιπολίτευσης, οι εκλογές μάλλον συμφέρουν τη ΝΔ, διότι αναδεικνύεται εντονότερα η έλλειψη αξιόπιστης εναλλακτικής διακυβέρνησης, ενώ και η κυβέρνηση αναγκάζεται να ανταποκρίνεται περισσότερο στα μηνύματα της εκλογικής βάσης. Όταν, αντίθετα, η ΝΔ κυβερνά σε καθαρούς ορίζοντες, έρχεται αντιμέτωπη με τα δικά της αδιέξοδα, οραματικά και ιδεολογικά, ποιότητας στελεχών, παλαιοκομματικής συγκρότησης της παράταξης. Αυτό συνέβη και τους πρώτους μήνες της δεύτερης θητείας της, με τον γάμο και την τεκνοθεσία των ζευγαριών ιδίου φύλου, τα Τέμπη, τον πληθωρισμό απληστίας των Τραπεζών και των σουπερμάρκετ, κ.ο.κ.
Εν κατακλείδι, σύσσωμο το κομματικό σύστημα δείχνει να αποφεύγει να αναμετρηθεί με την ουσία των ζητημάτων που ταλανίζουν τη χώρα: ουδείς συζητά για τη στόχευση, τη στρατηγική – εν τέλει για ένα όραμα του πώς πρέπει να είναι η Ελλάδα του 2040, προκειμένου να αντιμετωπίσει το δημογραφικό, τον νεοοθωμανισμό, την παραγωγική καχεξία. Αντίθετα, η τακτική όλων επικεντρώνεται στη μικροπολιτική, και τον μικροελλαδισμό. Εν τέλει, «εγώ ελπίζω να την βολέψω».
Διευρύνεται έτσι το χάσμα ανάμεσα στις ανάγκες τη χώρας, τα αιτήματα που εκφράζει η κοινωνία, και τις προτεραιότητες του πολιτικού συστήματος. Έχει δημιουργηθεί ένα αυξανόμενο ιδεολογικό και πολιτικό κενό, συνέπεια της έλλειψης οράματος και στρατηγικής όλων των ελίτ της χώρας, που αντανακλάται και στον αυξανόμενο κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος και την στροφή σημαντικού μέρους των πολιτών σε ευκαιριακές πολιτικές επιλογές.
Έτσι, ενώ η μεταπολίτευση, ως παρασιτικό παραγωγικό μοντέλο και ως ιδεολογία –εθνομηδενισμός και ωχαδερφισμός–, έχει τελειώσει μέσα από την τεράστια μνημονιακή κατάρρευση, εντούτοις η χώρα συνεχίζει σε ένα βαθμό να σέρνεται πίσω της. Γι’ αυτό και ο Βαγγέλης Βενιζέλος έχει το θράσος να διακηρύσσει πως η Μεταπολίτευση δεν τέλειωσε ποτέ(!), μήπως κάποτε τον αναδείξει σε πρόεδρο Δημοκρατίας. Μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα παρακμής, που παρασέρνει και τον εκπτωχευμένο και γερασμένο ελληνικό λαό, οι ηχηροί ντενεκέδες περνούν στο προσκήνιο. Αντί του Αγγελόπουλου, Λάνθιμος, αντί του Σαββόπουλου, Μαρίνα Σάτι, αντί–έστω– του Κύρκου, Κασσελάκης. Άλλωστε, οι πιο ικανοί νέοι δραπετεύουν στο εξωτερικό, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Γι’ αυτό και, ενώ η χώρα έχει ανάγκη από μια μεγάλη πατριωτική δημοκρατική Επανάσταση για να διασωθεί, μοιάζει να καρκινοβατούμε.
Οι εξαιρέσεις στην εικόνα του πολιτικού συστήματος ενόψει ευρωεκλογών είναι ελάχιστες, όπως η υποψηφιότητα Μπελέρη, για το εθνικό της πρόσημο, ή του Γιάννη Μανιάτη, για το παραγωγικό, της Βίκυ Φλέσσα για τον πολιτισμό, του Ανδρέα Λοβέρδο για τις δημοκρατικές πατριωτικές θέσεις του. Και όμως, πρόκειται για διάσπαρτα θραύσματα πολιτικών που συνυπάρχουν με τοποθετήσεις και νοοτροπίες που τις υπονομεύουν – δεν υπάρχει κάποιος φορέας που να εκφράζει αυθεντικά και συνολικά αυτές τις λογικές.
Γι’ αυτό και, τελικώς, οι Έλληνες, σε ένα σημαντικό ποσοστό, θα ψηφίσουν με αποκλειστικό κριτήριο τη σταθερότητα, απέναντι στις τάσεις εντροπίας και διάλυσης, χωρίς όμως να μπορούν να επιλέξουν από καρδιάς. [Είναι χαρακτηριστικό πως, στις δημοσκοπήσεις, όταν μπαίνει το ερώτημα καταλληλότερου πρωθυπουργού, όλοι οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης παίρνουν ποσοστά δύο και τρεις φορές μικρότερα από την εκλογική τους επιρροή! Δηλαδή, οι ίδιοι οι δικοί τους ψηφοφόροι τους θεωρούν αναξιόπιστους.]
Ριζική, ολική πολιτική
Η συνειδητοποίηση των προτεραιοτήτων πραγματοποιείται, δυστυχώς, εξαιρετικά αργά και η όποια ανανέωση γίνεται αποσπασματικά και αγκομαχώντας, παρότι έχουμε ανάγκη να τρέξουμε εάν θέλουμε να επιβιώσουμε ως έθνος και πολιτισμός. Γι’ αυτό, στην αμέσως επόμενη περίοδο –μετά από αυτές τις Ευρωεκλογές που αποπνέουν παρακμή–, οι προσπάθειές μας θα πρέπει να επικεντρωθούν όχι απλώς στη διατύπωση ενός οράματος, όπως κάνουμε ήδη επί πολλά χρόνια, αλλά στην ανάγκη της συγκρότησης ενός οραματικού πολιτικού πόλου. Ενός πόλου που θα συσπειρώσει τις αναγκαίες δυνάμεις για να μεταβληθεί σε έναν ενιαίο μοχλό πίεσης που θα διέπεται από τις αρχές του δημοκρατικού πατριωτισμού, και θα έχει πολλαπλές δυνατότητες παρέμβασης:
Πρώτον: πρωταρχικό χαρακτήρα, που πρέπει να διαπερνά ολόκληρη την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώρας, έχει η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού. Πόσο μάλλον που αυτός αποτελεί συνιστώσα του ευρύτερου ευρασιατικού ολοκληρωτισμού. Καθώς συντελείται η υποχώρηση της δυτικής ισχύος σε πλανητικό επίπεδο, οι παλαιές αυτοκρατορίες (Κίνα, Ρωσία, Τουρκία, Ιράν) αναδύονται ως αυτόνομοι πόλοι στο παγκόσμιο σύστημα, θέλοντας να ανασυστήσουν τις υπερεθνικές τους ηγεμονίες. Ο ευρασιατικός ολοκληρωτισμός συνδυάζει την αμφισβήτηση της ακεραιότητας και της αυθυπαρξίας των μεσαίων και των μικρών εθνών, με την απόρριψη της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των ατομικών και συλλογικών πολιτικών, και κοινωνικών ελευθεριών.
Δεύτερο: ο ακριτικός ρόλος της Ελλάδας, η υπεράσπιση της κυριαρχίας και της ακεραιότητάς της, διασφαλίζεται μέσα από τη διεύρυνση της έννοιας της ασφάλειας και τη συμπερίληψη σε αυτήν κάθε κρίσιμης παραμέτρου: άμυνα και διπλωματία, παραγωγική και ενεργειακή αυτοδυναμία, λειτουργικό κράτος, μη παρασιτική οικονομία, κοινωνική δικαιοσύνη και άμβλυνση των ανισοτήτων, Παιδεία, αλλαγή στις νοοτροπίες, τα ήθη και τις αξίες, πολιτιστική αναγέννηση – όλα αποτελούν διαστάσεις και πλευρές ενός ενιαίου εγχειρήματος.
Τρίτον: Ελληνισμός και Ευρωπαϊσμός δεν αλληλοαποκλείονται αλλά μπορούν να συντεθούν. Η Ελλάδα διαδραματίζει ακριτικό ρόλο έναντι του ευρασιατικού επεκτατισμού, μαζί με την Ανατολική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία, αλλά μπορεί και να συνεισφέρει, με το πολιτιστικό βάθος της, στην αντιμετώπιση της παρακμής και της αυτοαμφισβήτησης της Ευρώπης (woke). Πράγματι, το ρεύμα woke απειλεί να επιταχύνει την πτώση της γηραιάς Ηπείρου, μέσα από τον πολυπολιτισμικό κατακερματισμό, την αποδόμηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και των εθνικών ταυτοτήτων.
Τέταρτον: οφείλουμε να πάρουμε διαζύγιο από τη δημαγωγία, τον φανφαρονισμό, την καταστροφολογία περί των εθνικών θεμάτων, που κυριαρχούν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, φαινόμενα που αποπροσανατολίζουν και καθηλώνουν την κοινή γνώμη στον ανορθολογισμό, τον αρνητισμό και την ακινησία. Και ευνοούν τις καρικατούρες, την έλλειψη σοβαρότητας, την αναξιοπιστία και τους απατεώνες, οι οποίοι χαντακώνουν τις εθνικές ευαισθησίες σε ένα ανυπόληπτο πολιτικό γκέτο. Άλλωστε, πολύ συχνά, αυτός ο λόγος αποτελεί αιχμή του υβριδικού πολέμου που θέλει να μεταβάλει τις εθνικές ευαισθησίες σε εργαλείο ικανοποίησης των επιδιώξεων αυταρχικών επιθετικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία του Πούτιν και, εν τέλει, η Τουρκία του Ερντογάν…
Πέμπτον, ριζική πολιτική. Η παρέμβαση επί των επίκαιρων ζητημάτων συνδυάζεται με μια κριτική τοποθέτηση απέναντι στο κυρίαρχο μοντέλο, το οποίο βρίσκεται στη φάση εξάντλησης, με συνέπεια να έχει εγκλωβίσει την εποχή μας σε μια συνθήκη «μονιμοκρίσεων»: Γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί· κλιματική αλλαγή· περιθωριοποίηση αυξανόμενων κομματιών της κοινωνίας· εξάντληση των υψηλών νοημάτων του πολιτισμού· καλπάζουσα επέκταση και εφαρμογή τεχνολογιών (όπως η ΤΝ) και τα πλείστα όσα ζητήματα βιοηθικής, υποκατάστασης της ανθρώπινης εργασίας κα φαλκίδευσης της δημοκρατίας που θέτουν. Όλα τα προηγούμενα αποτελούν μερικά από τα κρισιμότερα ζητήματα του καιρού μας, και ούτως ή άλλως απαιτούν μια κριτική στάση και τη διατύπωση μιας εναλλακτικής πρότασης ως προς το υφιστάμενο μοντέλο.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν υπάρχει καμία απολύτως αξία, κανένα απολύτως νόημα, η εμμονή στη διαμάχη μεταξύ Προοδευτισμού και Συντηρητισμού. Καθώς ο ιστορικός άνθρωπος βρίσκεται σε κατώφλι όπου κρίνεται η αυτοκαταστροφή του, η επίτευξη μιας νέας ισορροπίας, η συνέχεια, δηλαδή η αλλαγή για τη διατήρηση, περνάει στο προσκήνιο. Είμαστε, λοιπόν, ταυτόχρονα συντηρητικοί και προοδευτικοί, πασχίζοντας να συνδυάσουμε εκσυγχρονισμό και παράδοση, για να (επανα)φέρουμε την καλύτερη εκδοχή του συλλογικού μας εαυτού.
29-5-2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου