Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

COP 26: Η απειλή της κλιματικής αλλαγής, η αντιπαράθεση αναπτυγμένων-αναπτυσσόμενων χωρών και οι δυνατότητες για την Ελλάδα

 


Με απαισιοδοξία ως προς επίτευξη των στόχων μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου και παρά την ηχηρή συμφωνία συνεργασίας ΗΠΑ-Κίνας,  ολοκληρώθηκε στις 12 Νοεμβρίου η 26η Διάσκεψη των Μερών των Ηνωμένων Εθνών, για την Σύμβαση-Πλαίσιο της Κλιματικής Αλλαγής (COP26),  στη Γλασκώβη, υπό την αιγίδα του Ηνωμένου Βασιλείου. Η διάσκεψη διήρκεσε  12 μέρες  με την συμμετοχή πολιτικών ηγετών από 200 χώρες, εμπειρογνωμόνων, επιστημόνων, εκπροσώπων οικολογικών οργανώσεων και  ακτιβιστών.  Η απογοήτευση των μερών, που προβλήθηκε έντονα στα Δυτικά Μέσα Ενημέρωσης, αφορά στην αλλαγή της φράσης από  «σταδιακή κατάργηση» των εκπομπών άνθρακα σε «σταδιακή μείωση» τους, στο τελικό κείμενο συμπερασμάτων, μετά από παρέμβαση της Ινδίας, με την συνηγορία Κίνας και Ν Αφρικής, που ερμηνεύτηκε ως επιμονή των αναπτυσσόμενων χωρών  στην χρήση των ορυκτών καυσίμων. 

 

Το διακύβευμα της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη


Σενάρια επιπτώσεων θερμοκρασιακής αύξησης , UNEP

Στην τελευταία του αναφορά για την κλιματική κρίση, τον Αύγουστο του 2021,το Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC)[1] έκανε ένα ακόμα προσκλητήριο  προς τα κέντρα λήψης αποφάσεων  για την επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων  ώστε να διασφαλιστεί το μέλλον του πλανήτη. Σύμφωνα με την 5η Έκθεση αξιολόγησης των παγκόσμιων κλιματικών δεδομένων, η βιωσιμότητα του πλανήτη προϋποθέτει η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του να κυμανθεί από 1,5οC έως 2οC, σε σχέση με την προ-βιομηχανική περίοδο στον αιώνα που διανύουμε. Κάθε πιθανή υπέρβαση αυτού του ορίου –με την πιθανότητα να συμβεί να κυμαίνεται  στο 50%-, σύμφωνα με τις προβολές των επιστημόνων, θα έχει ολέθριες συνέπειες όπως για παράδειγμα την αύξηση της ετήσιας περιόδου ξηρασίας στους 10 μήνες, την επέκταση των δασικών πυρκαγιών κατά 97% σε σχέση με σήμερα,  την εξάντληση σημαντικών αγροτικών και αλιευτικών πόρων      που θα επιτείνουν  την επισιτιστική κρίση. Στο σενάριο της θερμοκρασιακής αύξησης κατά 3οC θα λειώσει το σύνολο των πάγων της Γροιλανδίας, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας εκτιμάται έως και 7 μέτρα, τα θαλάσσια οικοσυστήματα που αποτελούν τον σημαντικότερο ισορροπιστή του κλίματος θα κινδυνεύουν από ολοκληρωτική κατάρρευση ενώ θα διογκωθούν οι μεταναστευτικές ροές από τις ευάλωτες στην κλιματική κρίση περιοχές του πλανήτη.   Η οριοθέτηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας στους  1,5οC απετέλεσε την βάση της Συμφωνίας του Παρισιού το 2015 και θα μπορεί να  πραγματοποιηθεί, κατά μια εκδοχή, εφόσον η παγκόσμια κοινότητα επιτύχει τον στόχο των συγκεντρωτικών  μηδενικών εκπομπών άνθρακα[2] (net zero), έως το 2050. Κομβικής σημασίας ορόσημο αποτελεί το 2030 οπότε οι συνολικές εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να μειωθούν κατά 45% σε σχέση με τα επίπεδα του 2010. Η τήρηση του βιβλίου κανόνων (rule book) της Συμφωνίας του Παρισιού, από το σύνολο των μερών αποτέλεσε το κύριο αντικείμενο της διαπραγμάτευσης  στην COP26.


Τα σενάρια προσαρμογής

Επίπεδα συγκέντρωσης CO2 (μπλε καμπύλη) – μέσης θερμοκρασίας (κόκκινη καμπύλη) τα τελευταία 1000 χρόνια
            

Η μέση αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη την δεκαετία 2011 έως 2020, σε σχέση με τα μέσα του 19ου αιώνα, ανέρχεται στους 1,07ΟC με μικρές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ηπειρωτικών περιοχών και των θαλασσών (Διάγραμμα 1[3]). Η αύξηση αυτή αποδίδεται κυρίως σε ανθρωπογενείς αιτίες που προκλήθηκαν από τις εκπομπές  αέριων του θερμοκηπίου, λόγω της καύσης των ορυκτών καυσίμων που εκτοξεύτηκε στις ανεπτυγμένες Δυτικές  χώρες μετά την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης[4].

 Στο διάστημα 1850 έως 2019 οι συνολικές εκπομπές ισοδυνάμου CO2 (CO2eq) στην ατμόσφαιρα από ανθρωπογενείς δραστηριότητες (αστικοποίηση, παραγωγή, μεταφορές, εμπόριο), ανήλθαν στους 2.390 Gt (δις τόνους). Για την επίτευξη του στόχου του “net zero”, θα πρέπει ο συνολικός αριθμός των εκπομπών να μην ξεπεράσει τις 2.890 Gt έως το 2050, άρα τα περιθώρια εκπομπών για τα επόμενα 30 χρόνια περιορίζονται στους 500 Gt ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα προκειμένου η μέση θερμοκρασιακή αύξηση να περιοριστεί στον 1,5οC -ή στους 1.350 Gt για αύξηση έως 2οC-.Αν σήμερα η ετήσια συγκεντρωτική εκπομπή αερίων  ανέρχεται περίπου στους 42 Gt CO2eq τα διαθέσιμα περιθώρια εκπομπών θα εξαντληθούν μέχρι το 2039 προκειμένου η θερμοκρασιακή αύξηση να μην ξεπεράσει τον 1,5οC ή το 2078 για τον στόχο των 2οC[5].Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η παραγωγή πετρελαίου στις χώρες του Κόλπου θα πρέπει να μειωθεί από τα 30 εκατ. βαρέλια πετρελαίου ανά ημέρα σήμερα στα 15 εκατ. έως το 2050  ή από 15 εκατ. στις ΗΠΑ στα 7 εκατ.  το αντίστοιχο διάστημα. Για το φυσικό αέριο η παραγωγή της Ρωσίας και των μετα-Σοβιετικών κρατών θα πρέπει να μειωθεί από 900δις m3 στα 270 δις m3 από σήμερα έως το 2050 και το αντίστοιχο των ΗΠΑ από 900 δις m3 σήμερα σε μόλις 80 δις m3. 

Απαιτούμενες μειώσεις παραγωγής ορυκτών καυσίμων (Πετρελαίου- Φυσικού αερίου) για την επίτευξη της θερμοκρασιακής αύξησης κατά 1,5oC[6]

Οι διαπραγματεύσεις για το κλίμα και η αντιπαράθεση αναπτυγμένων –αναπτυσσόμενων χωρών

Μετά  από τις τρέχουσες μειώσεις των συγκεντρωτικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 5,4% την περίοδο της πανδημίας, λόγω απαγόρευσης  των μετακινήσεων και περιορισμού του διεθνούς εμπορίου, οι αυξήσεις των εκπομπών αναμένονται να ξεπεράσουν το 4,9% αυτή την χρονιά,  - στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ η αύξηση θα κυμανθεί στο 7,6% ενώ στην Ινδία στο 12,6%.Η  Κίνα που είναι η χώρα με την μεγαλύτερη συμβολή στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου ήδη από το 2007, με ποσοστό 31% επί των συνολικών εκπομπών -έναντι 13,5% των ΗΠΑ, 6,8% των Ινδιών και 4,5 της Ρωσίας-,  η αντίστοιχη αύξηση αναμένεται στο 4%[7]. Παρά  τις επικρίσεις του Αμερικανού Προέδρου Μπάιντεν προς τον Κινέζο και τον Ρώσο ομόλογο του από το βήμα της Συνόδου για την απουσία τους, στην σκιά της νέας Ψυχρο-πολεμικής αντιπαράθεσης Δύσης -Ανατολής,  οι χώρες της Δύσης δεν έχουν επιδείξει την ανάλογη συνέπεια στην τήρηση των συμφωνιών για το κλίμα, γεγονός που αποτέλεσε σημείο τριβής και στις διαπραγματεύσεις της Γλασκώβης μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών[8].  Σύμφωνα με την Γραμματεία της Σύμβασης Πλαίσιο για την Κλιματική αλλαγή του ΟΗΕ (UNFCCC) από το 1990 έως το 2018, οι κατά 13% μειώσεις εκπομπών στη Δύση οφείλονταν κυρίως  στην οικονομική καθίζηση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αντίθετα οι αναπτυγμένες χώρες –και παρά την έντονη «Πράσινη» ρητορεία τους τα τελευταία χρόνια- : οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία κι ο Καναδάς αύξησαν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από 13.227,97 MtCO2eq το 1990 σε 13.331,23 MtCO2eq το 2020[9]. Στο σενάριο επίτευξης των μηδενικών εκπομπών έως το 2050 οι ανεπτυγμένες χώρες σχεδιάζουν το ύψος των εκπομπών τους να κυμανθεί στους 270 GtCO2  καταλαμβάνοντας τον μισό περίπου εναπομείναντα  διαθέσιμο χώρο εκπομπών. Οι αναπτυσσόμενες χώρες θεωρούν πως αυτό αποτελεί καταστρατήγηση της «περιβαλλοντικής δικαιοσύνης»[10] αφού χώρες που συγκεντρώνουν το 82% του παγκόσμιου πληθυσμού και με πολύ μικρότερη συμβολή στις εκπομπές CO2 στους τελευταίους 2 αιώνες, καλούνται σε δυσανάλογες προσαρμογές που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, σε μια περίοδο μάλιστα που χώρες σαν την Κίνα, την Ινδία και την Ρωσία έχουν καταστεί τα παραγωγικά και  ενεργειακά κέντρα του πλανήτη.  Οι αναπτυσσόμενες χώρες στο πλαίσιο συσσωματώσεων όπως αυτής των «Ομοϊδεατών Αναπτυσσομένων χωρών» LMDC,  έδωσαν σκληρή μάχη ώστε να αποτρέψουν την συλλογιστική των μηδενικών εκπομπών (net zero emissions) έως το 2050 από το τελικό κείμενο της συμφωνίας, θεωρώντας ότι ο όρος αυτός συνιστά την «μεγάλη δραπέτευση» των αναπτυγμένων χωρών από τις υποχρεώσεις τους οι οποίες επέμεναν  στην Γλασκώβη για «αδιαφοροποίητες εθνικές» υποχρεώσεις για τα επόμενα χρόνια,  χωρίς  να λαμβάνουν υπόψη η ιστορική  ευθύνη του Δυτικού αναπτυξιακού μοντέλου στην επιβάρυνση του Πλανήτη.

Στο αίσθημα της αδικίας  προστίθεται κι η αθέτηση των οικονομικών υποχρεώσεων των αναπτυγμένων χωρών  για την ενεργειακή μετάβαση και την προσαρμογή (Global Goal of Adaptation)[11] των αναπτυσσόμενων. Η υποχρέωση των αναπτυγμένων χωρών να καταβάλλουν ετήσια βοήθεια ύψους 100 δις $ στις αναπτυσσόμενες κατά την περίοδο 2010 -2020, που συμφωνήθηκε το 2010 στο Κανκούν– με παράταση έως το 2025 μετά την Συμφωνία του Παρισιού-, δεν έχει ακόμα εκπληρωθεί. Σύμφωνα με την Ινδική αντιπροσωπία στην Γλασκώβη  οι ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις των αναπτυγμένων χωρών μέχρι σήμερα ανέρχονται στα 720 δις $ ενώ   δεν είναι διατεθειμένες να υιοθετήσουν μια πιο μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση για την κάλυψη των αναγκών των αναπτυσσομένων για την προσαρμογή τους στην υλοποίηση των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού. Το ζήτημα της χρηματοδότησης αποτέλεσε το πιο ακανθώδες πεδίο διαπραγματεύσεων στην Γλασκώβη  που υπονομεύει την εδραίωση μηχανισμών  συνεργασίας της παγκόσμιας κοινότητας για την παρακολούθηση και αξιολόγηση των στόχων της στρατηγικής. Στο τελικό κείμενο το αίτημα των αναπτυσσόμενων χωρών για διπλασιασμό του ποσού ενίσχυσης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και την ενεργειακή μετάβαση έως το 2025, αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τις πλουσιότερες χώρες και έμεινε «στο να εξεταστεί».

Η «φιλελεύθερη»  στρατηγική της μετάβασης

Η στρατηγική για την αντιμετώπιση του υπαρκτού προβλήματος που αφορά στην υπερθέρμανση του πλανήτη έχει καταστεί πολιτική ατζέντα στην οποία εμπλέκονται επικερδώς ισχυρά κράτη, πολυεθνικές εταιρίες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και  ΜΚΟ[12]. Όπως προέβλεπε το 2006 η έκθεση του Βρετανού Οικονομολόγου Νίκολας Στερν, οι δαπάνες προστασίας του κλίματος αποτελούν προϋπόθεση για την διάσωση της ελεύθερης αγοράς ενώ αντίθετα η αδράνεια στην υλοποίηση μιας στρατηγικής μετάβασης θα είχε οδυνηρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και στις αναπτυγμένες χώρες. Η έκθεση αυτή που τότε συγκέντρωσε πολλούς επικριτές, αναφερόταν σε απαιτήσεις της τάξεως του 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ, που αν δε δινόταν εγκαίρως, οι μετέπειτα υποχρεώσεις για την παγκόσμια κοινότητα στην αντιμετώπιση των ζημιών από τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα ήταν πολλαπλάσια[13].

Δέκα χρόνια μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Κιότο στα 1997, τέθηκε σε εφαρμογή το «χρηματιστήριο ρύπων», όπου οι χώρες μετά την υπέρβαση  των ορίων εκπομπών τους αποκτούσαν την δυνατότητα αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα  από άλλες χώρες ή περιοχές που είχαν διαθέσιμα, λόγω χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης. Η στρατηγική αυτή επικρίθηκε έντονα στην Γλασκώβη ως «αποικιοκρατία του άνθρακα»  αφού αποτελεί  έναν έμμεσο τρόπο συνέχισης των εκπομπών από τους μεγάλους ρυπαντές και τις πλουσιότερες χώρες  που είχαν την δυνατότητα να αγοράζουν  εμπορικά δικαιώματα. Η τιμολόγηση του άνθρακα που σήμερα ανέρχεται στα 40$/ τόνο, με την εκτίμηση να εκτοξευτεί στα 200$ τα επόμενα χρόνια, επιβαρύνει υπέρμετρα μεσαίους και μικρούς καταναλωτές και τις φτωχότερες χώρες, επιτείνοντας τα φαινόμενα της ενεργειακής φτώχειας. Η δημιουργία Χρηματιστηρίων  ανταλλαγής ρύπων αποτέλεσε μια από τις πιο επικερδείς δραστηριότητες, όπως αυτό του Σικάγου που δημιουργήθηκε από Τραπεζίτες της Goldman Sachs, χρηματοδότηση της Blackrock και με την συμβολή των Αλ Γκορ και του Μπαράκ Ομπάμα.

Σήμερα επιχειρείται μια ευρύτερη αναθεώρηση των θεσμών του Μπρέτον  Γουντς (ΔΝΤ & ΠΤ) ώστε να επεκταθούν οι συμφωνίες για το κλίμα στις αναπτυσσόμενες χώρες, ανασκευάζοντας τις  κοινωνικές αντιδράσεις  του παρελθόντος για τους οργανισμούς  αυτούς, εξ αιτίας  των μέτρων λιτότητας που επέβαλαν σε υπερχρεωμένες χώρες. Σ αυτή την πρωτοβουλία εμπλέκονται σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η Αφρικανική και η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης καθώς και Ισλαμικές Τράπεζες με όχημα  την μόχλευση κεφαλαίων μέσω των Πράσινων Ομολόγων από Συνταξιοδοτικά Ταμεία και Αμοιβαία Κεφάλαια. Κάνοντας χρήση του δείκτη Οικολογικής και Κοινωνικής Διακυβέρνησης (ESGI) που εφαρμόζεται στο 51% των Γερμανικών Τραπεζών  – συμπεριλαμβανομένης της Deutschebank-, έχουν συγκεντρωθεί περί τα 160 δις $ για χρηματοδότηση «πράσινων επενδύσεων» με στόχο τα 6,5 τρις $ στο άμεσο μέλλον[14].

H Πράσινη Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Πολιτική στο πλαίσιο της «Πράσινης Συμφωνίας» (Green New Deal), επαγγέλλεται κέρδη στον ανταγωνισμό με τις αναπτυσσόμενες χώρες εισάγοντας, με μεταβατική περίοδο τριών χρόνων από το  2023, τον Μηχανισμό Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM), που βασίζεται στην καταμέτρηση των πραγματικών εκπομπών άνθρακα ανά παραγωγό και προϊόν. Στην πρώτη φάση ο μηχανισμός θα βρει εφαρμογή  σε προϊόντα όπως το τσιμέντο, ο σίδηρος, ο χάλυβας, το αλουμίνιο και η ηλεκτρική ενέργεια, - που ευθύνονται για το 45% των εκπομπών- στα οποία θα πρέπει να αναφέρονται οι ενσωματωμένες εκπομπές CO2, ενώ από 2026 θα καταβάλλεται  και το σχετικό οικονομικό αντίτιμο.

Στην ίδια κατεύθυνση αναμένεται η απελευθέρωση του εμπορίου περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών στην επερχόμενη 12η Υπουργική διάσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Στις περιβαλλοντικές υπηρεσίες που πρόκειται να απελευθερωθούν περιλαμβάνονται αυτές των Μηχανικών, των Αρχιτεκτόνων, του σχεδιασμού και των κατασκευών, περιορίζοντας την δυνατότητα των αναπτυσσόμενων χωρών να χρησιμοποιούν τις δημόσιες συμβάσεις ως εργαλείο πολιτικής για κοινωνική προστασία και παραγωγική ανασυγκρότηση[15].

Πολλά από τα εργαλεία της πράσινης μετάβασης αποτελούν προσπάθεια αποκατάστασης του οικονομικού ανταγωνισμού της Δύσης έναντι των αναπτυσσόμενων χωρών, επιδιώκοντας ένα νέο αναπτυξιακό κύκλο με συσσώρευση κεφαλαίων και έμμεση δασμολογική προστασία έναντι των ανταγωνιστριών χωρών, κυρίως της Ν Ανατολικής Ασίας. Η πράσινη  μετάβαση στις αναπτυγμένες χώρες επιχειρείται όμως  μέσω ενός νέου κύκλου υπερ-εκμετάλλευσης των φυσικών κοιτασμάτων του Νότου και μιας νέου τύπου εξάρτησης. Η Ινδονησία και οι Φιλιππίνες κατέχουν το 45% της παγκόσμιας παραγωγής νικελίου και  το Κονγκό τα δύο τρίτα  της παραγωγής κοβαλτίου –τα οποία επιχειρεί να ελέγξει η Κίνα με την διείσδυση στην Αφρική-[16], απαραίτητων μετάλλων για την ενεργειακή πυκνότητα των μπαταριών. Η Νότια Αφρική κατέχει το 70% της αγοράς πλατίνας που επιταχύνει τις διεργασίες στις κυψέλες καυσίμου ενώ η Κίνα προμηθεύει το 60% των  σπάνιων γαιών που απαιτούνται για την κατασκευή των ανεμογεννητριών.  Τα περίφημο Γερμανικό περιβαλλοντικό όχημα νέας γενιάς Audi E-Tron περιέχει 800κιλα αλουμινίου που προέρχεται από την επεξεργασία βωξίτη της Aluminium Oxid Stade, ο οποίος εισάγεται από τα φτωχότερα χωριά της Βορειο-δυτικής Γουινέας στη Δυτική Αφρική. Η Aurubis που διαχειρίζεται τα μεγαλύτερα εργοστάσια χαλκού –του σημαντικότερου μεταλλεύματος των πράσινων τεχνολογιών-  στο νησί Peute του λιμανιού του Αμβούργου, εισάγει το μετάλλευμα από την Χιλή, το Περού και την Βραζιλία. Το καύσιμο βάσης των ΑΠΕ –το φυσικό αέριο- απαραίτητο και  για την λειτουργία των βιομηχανικών κλιβάνων και την θέρμανση των νοικοκυριών στην Δ. Ευρώπη εισάγεται ως επί το πλείστον μέχρι σήμερα από την Ρωσία, καθιστώντας την Γηραιά Ήπειρο ευάλωτη   στις γεωπολιτικές απαιτήσεις Πούτιν.

Η πρόσφατη ενεργειακή κρίση αποδεικνύει   ότι το σχέδιο μετάβασης δεν είναι δομημένο πάνω σε μια ρεαλιστική στρατηγική.  Έντονες κοινωνικές αντιδράσεις προκαλούνται στη Ευρώπη από τις ανατιμήσεις των καυσίμων, την επικείμενη επισιτιστική κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό που αποδίδονται στα χρονοδιαγράμματα του σχεδίου της πράσινης μετάβασης και στην αντιμετώπιση της ενέργειας ως χρηματιστηριακό και όχι ως κοινωνικό αγαθό. Μπροστά στο φόβο έλλειψης  καυσίμων, -εν όψει επικείμενου βαρύ χειμώνα- και δεδομένων των χαμηλών αποθεμάτων εισαγόμενου φυσικού αερίου και την αδυναμία κάλυψης των αναγκών από τις ΑΠΕ , πολλές χώρες –μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα- κατά παρέκκλιση των αποφάσεων μείωσης των εκπομπών CO2, ανοίγουν εκ νέου τα εργοστάσια παραγωγής λιγνίτη ή επιδιώκουν ανανέωση των συμβολαίων με χώρες   εξαγωγείς αερίου και LNG.

 

Μια εναλλακτική στρατηγική

Ο Μ. Wackernagel, ένας Ελβετός ερευνητής πόρων εκτιμά σήμερα  το «οικολογικό αποτύπωμα»[17]  σε 1,75 , ενώ αν ακολουθούσαν όλες οι χώρες  το μοντέλο ζωής ενός μεσο-αστού του Ευρωπαϊκού Βορρά θα χρειαζόμασταν 3 πλανήτες!  Το επίδικο λοιπόν των διαπραγματεύσεων για την βιωσιμότητα του πλανήτη δεν περιορίζεται στην ηλεκτροκίνηση και στις ΑΠΕ αλλά στην ριζική αλλαγή αντι-οικολογικού  αναπτυξιακού και καταναλωτικού μοντέλου  των πλούσιων χωρών, που επεκτάθηκε και εκτός Δύσης στην φάση της παγκοσμιοποίησης. Κανένα αποτέλεσμα στην σωτηρία του πλανήτη δεν θα έχει η αντικατάσταση μιας εξακύλινδρης Jaguar που χρησιμοποιεί ορυκτά καύσιμα από ένα Tesla που λειτουργεί με ηλεκτρική ενέργεια. Το Δυτικό οικονομικό μοντέλο χρησιμοποιώντας περισσότερα απ όσα παράγει η Φύση λειτουργεί σαν ένας Τραπεζικός λογαριασμός που ενώ τελειώνουν  τα αποθέματα του συνεχίζουμε να κάνουμε αναλήψεις, κάνοντας χρήση της υπερανάληψης. Χρήση που διαρκώς επεκτείνεται σ έναν πλανήτη που αν συνεχιστεί ο σημερινός ρυθμός γεννήσεων θα απαριθμεί 10 δις ανθρώπους μέχρι το τέλος του αιώνα από μόλις 3 δις στις αρχές του 1960.Αυτό που θα είχε σημασία να συνειδητοποιηθεί  είναι ότι είναι εφικτή μια καλή κι ευτυχισμένη ζωή εντός των φυσικών ορίων κι αυτό συνιστά την ανάγκη ριζικής αλλαγής κοινωνικού και οικονομικού παραδείγματος πρωτίστως με πολιτικές αναδιανομής του συγκεντρωμένου πλούτου[18].

Η  χώρα μας που αν και μικρός ρυπαντής επηρεάζεται ήδη –και θα επηρεαστεί ακόμα περισσότερο[19]- από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής,  βρίσκεται πιο κοντά στην ατζέντα των διεκδικήσεων των αναπτυσσόμενων χωρών. Υπό αυτή την έννοια οι δεσμεύσεις του πρωθυπουργού από το βήμα της COP 26 για πλήρη από-λιγνιτοποίηση  μέχρι το 2028 αποτελούν μάλλον εκδοχές πολιτικής εξάρτησης από τα Γερμανικά συμφέροντα που θέλουν να ξε-στοκάρουν παρωχημένη πράσινη τεχνολογία για να στραφούν σε πιο καινοτόμες κατευθύνσεις, όπως οι τεχνολογίες συλλογής άνθρακα ή το υδρογόνο.

Η αλλαγή του παγκοσμιοποιημένου αναπτυξιακού μοντέλου –βοηθούντος και της πανδημίας- θα αποτελούσε για την χώρα μας βασική προϋπόθεση για την παραγωγική της ανάταξη και τις αναγκαίες προσαρμογές με στόχο την βιωσιμότητα. Η ανασυγκρότηση των δημόσιων υποδομών, ή αύξηση των βαθμών αυτονομίας στο ενεργειακό μείγμα, με μικρότερο αποτύπωμα άνθρακα  –με εξοικονόμηση ενέργειας, ανακύκλωση, επιδότηση των μικρών οικιακών και κοινοτικών ΑΠΕ κι  εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων ενέργειας -, θα συντελέσει σε μια αναγκαία στρατηγική αποκέντρωσης, ενίσχυσης της τοπικότητας και της περιφερειακότητας.

Στους Ευρωπαϊκούς λαούς συντελείται αυτά τα χρόνια μια βαθιά συνειδητοποίηση των κινδύνων της μεγάλης πληθυσμιακής αντικατάστασης που συνιστά η ισλαμική απειλή , γεγονός που καθιστά τον Ελληνισμό βασικό γεωπολιτικό παίκτη στην Ν Ανατολική Μεσόγειο. Η παράλληλη συνειδητοποίηση των απειλών που προκαλεί η φυσική κατάρρευση του πλανήτη αποτελεί μια επιπλέον ευκαιρία ανάδειξης της φιλοσοφικής/πολιτισμικής πρότασης του Ελληνισμού στην μεγάλη ιστορική του διαχρονία [20].

Αθήνα Δεκέμβρης 2021

[1] Στο Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική αλλαγή περιλαμβάνει 234 επιστήμονες από 195 χώρες οι οποίοι ερευνούν τον τρόπο ανταπόκρισης του κλίματος από τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. 

[2]Αυτό σημαίνει ποσοτικούς στόχους για μειώσεις εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου: διοξειδίου του άνθρακα (CO2),  μεθανίου (CH4) και οξειδίου του αζώτου (Ν2Ο) στην ατμόσφαιρα  το 2050 μέχρι του σημείου εκείνου όπου οι  εναπομείνασες εκπομπές θα απορροφούνται από δασικά και θαλάσσια οικοσυστήματα ή με τεχνολογίες καθαρισμού της ατμόσφαιρας. Προς αυτή την κατεύθυνση θα συμβάλλει η συμφωνία πλαίσιο που επετεύχθη στην Γλασκώβη για το σταμάτημα της αποψίλωσης των δασών από το 2030.

[3]Πηγή:https://web.archive.org/web/20060626202021/http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B1:CO2-Temp.png

[4]Το ζήτημα της ανθρωπογενούς αιτίας διατάραξης του κλίματος τίθεται με έμφαση ήδη από το 1987 στην έκθεση Brundtland «Το κοινό μας μέλλον», στην οποία παρατίθενται ποσοτικά στοιχεία για την αύξηση των συγκεντρώσεων CO2  στην ατμόσφαιρα από 280 ppm στις αρχές του 19ου αιώνα σε 360ppm στα 1980 με πρόβλεψη για  διπλασιασμό του έως το 2030, που θα συμβάλλει στην πιθανή αύξηση της θερμοκρασίας από 1,5 έως 4,5οC στον 21o αιώνα (Πηγή: Brundtland Report, Our Common Future, 1987).

[5]Πηγή: WARNINGON WARMING Act now to save our heating planet, Third World Resurgence, Issue No 348, 2021/2

[6]Πηγή:  Article “Un-extractable fossil fuels in a 1.5 °C world” D. Welsby, J. Price, St. Pye, P. Ekins, Nature 2021

[7]Πηγή:https://www.newmoney.gr/roh/palmos-oikonomias/energeia/kampanaki-gia-to-klima-i-ekpompes-co2-epanilthan-sta-epipeda-rekor-prin-tin-pandimia/?fbclid=IwAR2SrRbgDGKR3rGagiqRnoAKBqZzVghoJCP2IeXYsBt9ZTcyr705ixmn0Is

[8]Οι ΗΠΑ απείχαν  από τις υποχρεώσεις της υπογραφής του Πρωτοκόλλου του Κιότο στα 1997, που τέθηκε σε εφαρμογή το 2005, παρά τις αντιδράσεις των αναπτυσσόμενων χωρών προς την Διακυβέρνηση G. Bush. Στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού οι ΗΠΑ αποδέχτηκαν ότι η κάθε χώρα μπορεί να θέτει  εθνικούς στόχους περιορισμών στις εκπομπές χωρίς κριτήρια δίκαιης κατανομής. Κατά την διακυβέρνηση Τράμπ η συζήτηση για το κλίμα αντιμετωπίστηκε ως «φιλελεύθερη ατζέντα» από τους «κινδυνολόγους του κλίματος», οι ΗΠΑ αποχώρησαν από την συμφωνία για το κλίμα, προχωρώντας στην άρση των κυρώσεων κατά του fracking και στις γεωτρήσεις πετρελαίου στην Αρκτική. Η επιστροφή στον ορυκτό καπιταλισμό με Υπουργό εξωτερικών τον Τίλερσον, της ExxonMobil, σε συνδυασμό με αύξηση των εξαγωγών αερίου από την Ρωσία, συνοδεύτηκε από επέκταση των θεωριών αμφισβήτησης της κλιματικής αλλαγής. Οι υποστηρικτές του climate gate υποστηρίζουν μεταξύ άλλων ότι η Μ Θάτσερ κατασκεύασε την θεωρία περί ανθρωπογενούς αιτίας της κλιματικής αλλαγής στα 1978 στην αντιπαράθεση της με τους ανθρακωρύχους, βασισμένοι στο  ντοκιμαντέρ του 2007 “The Great Climate Change Swindle” το οποίο αναθεωρήθηκε από τον σκηνοθέτη του. Επιπλέον αναπτύχτηκε μια σειρά διαστρεβλώσεων όπως ότι η υπερθέρμανση σταμάτησε το 1998, ότι οφείλεται στις διακυμάνσεις της ηλιακής ακτινοβολίας, ότι αντί για υπερ-θέρμανση οδηγούμαστε σε ψύξη κοκ (Πηγές: «Ο Τραμπ, το πετρέλαιο ..και η γερμανική ενεργειακή πολιτική» D. Pelletier- M. Probst, Αρδην τ. 106, Οκτώβριος 2016- Ιανουάριος 2017,  & «Κλίμα: Η άρνηση της υπερθέρμανση τους πλανήτη, από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη και στην Ελλάδα» Στέφαν Φουκάρ & Γκαρί Νταγκόρν, Αρδην τ. 107-108, Φεβρουάριος- Ιούνιος 2017).

[9]Πηγή: «Emissions of major developed countries increased between 1990 -2020», TWN Info Service on Climate Change (Dec20/04)

[10]Το ζήτημα της Περιβαλλοντικής Δικαιοσύνης στις σχέσεις Βορρά Νότου αλλά και στην διασφάλιση της επιβίωσης των επόμενων γενεών αποτέλεσε τον πυρήνα των ριζοσπαστικών κινημάτων οικολόγων, ιθαγενών, αγροτών ήδη από την διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα στο Ρίο ντε Τζανέιρο στα 1992 όπου τέθηκαν για πρώτη φορά στον διεθνή διάλογο μεταξύ 172 χωρών τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, της βιοποικιλότητας και της ερημοποίησης με την υιοθέτηση ενός Σχεδίου Δράσης για την Βιώσιμη Ανάπτυξη που έδινε  έμφαση στην Τοπικότητα και την ενεργό συμμετοχή των πολιτών (Τοπική Ατζέντα 21).

[11] Σύμφωνα με τον Διεθνή οργανισμό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) για την επίτευξη του στόχου της αύξησης έως 2οC θα απαιτηθούν 100 τρις$ επενδύσεων σε ΑΠΕ έως το 2050 ενώ το Πρόγραμμα για το Περιβάλλον του ΟΗΕ εκτιμά το κόστος προσαρμογής για τις αναπτυσσόμενες χώρες ετησίως μεταξύ 140 και 300 δις$ έως το 2030 και 280 έως 500 δις $ έως το 2050. Πηγή: https://www.un.org/sites/un2.un.org/files/100_billion_climate_finance_report.pdf

[12] Η πραγματικότητα αυτή είναι συνάρτηση της υποχώρησης των ριζοσπαστικών κινημάτων  της Δύσης –η της στρέβλωσης τους σε «ζηλωτές» τύπου «Friday for Future» της Greta Thunberg-  και στην ενσωμάτωση των Πρασίνων που απευθύνονται κυρίως σε ανώτερα μεσο-στρώματα,  καθιστώντας την σωτηρία του πλανήτη υπόθεση του «πράσινου καπιταλισμού».

[13] Σήμερα εκτιμάται ότι η δαπάνη των ασφαλιστικών εταιριών για την αποκατάσταση φυσικών καταστροφών έχει ανέλθει στο 1 τρις $ από 10 δις $ πριν από 50 χρόνια.

[14] “The Misanthropic Bankers Behind COP26 and Green New Deal” Matthew Ehret-Kump, Global Research, November 02,2021

[15] UNCTAD «Έκθεση Εμπορίου και Ανάπτυξης», Οκτώβριος 2021.

[16] https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/A-6-2008-0080_EL.html

[17] Global Footprint: η απαιτούμενη χερσαία και θαλάσσια έκταση που απαιτείται ώστε να ανανεωθούν οι πόροι που καταναλώνουμε. Προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του σημερινού αναπτυξιακού μοντέλου απαιτείται έκταση ίση με 1,75 τον πλανήτη μας.

[18] Δυτικοί διανοητές όπως ο Αντρέ Γκόρζ  «Δρόμους του Παραδείσου», ο Καρλ Πολάνι στο «Μεγάλο Μετασχηματισμό», ο Ε. Σουμάχερ στο «Μικρό είναι Όμορφο», ο Σερζ Λατούς στο «Στοίχημα της Από-ανάπτυξης» κά  αποπειράθηκαν τον προσδιορισμό απαραίτητων  μετασχηματισμών  του οικονομικού και αναπτυξιακού μοντέλου, λαμβάνοντας υπόψη τα φυσικά όρια του πλανήτη. 

[19] Χαρακτηριστικό της ενίσχυσης της συχνότητας εκδήλωσης  ακραίων καιρικών φαινομένων ο καύσωνας του φετινού καλοκαιριού με θερμοκρασίες άνω των 40ο C απέχει χρονικά 14 χρόνια από τον καύσωνα του 2007 κι αυτός 20 χρόνια από τον φονικό καύσωνα του 1987,  με 1500 νεκρούς.

 

[20] Ο Γ.Κ διαβλέποντας  τα οικολογικά αδιέξοδα της γενίκευσης του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου εκτός Δύσης στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης αναζητεί μια εναλλακτική πολιτισμική πρόταση που έχει ανάγκη σήμερα η ανθρωπότητα. Την αναζητεί σε δευτερεύουσες πλευρές του δυτικού αποθέματος που περιλαμβάνει τους προσωκρατικούς, τον επαναστατικό ρομαντισμό, τον κριτικό μαρξισμό , την ορθόδοξη παράδοση της καθ ημάς Ανατολής και την ελευθεριακή –ουτοπική παράδοση. Προϋπόθεση «η επιβίωση αυτού του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου όπου διαπλέκονται και συντίθενται όλες οι αντιθέσεις του Κόσμου μας….». Στα μονοπάτια της Ουτοπίας Γ Καραμπελιάς, 1995 εκδ ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ ΛΙΒΑΝΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Νεα ΚΑΠ: η αιτία των αγροτικών κινητοποιήσεων

Η χρονική μετάθεση κατά ένα χρόνο της εφαρμογής του όρου της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) περί υποχρεωτικής αγρανάπαυσης, συνιστά τ...