Με τους δυο παγκόσμιους οικονομικούς πόλους–ΗΠΑ και Κίνα- σε ψυχροπολεμική αντιπαράθεση και με την Ευρωζώνη σε τροχιά ύφεσης –η Γερμανική ατμομηχανή ήδη νοσεί βαρέως-, οι προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να είναι ευοίωνες μακροπρόθεσμα.
ΑΕΠ
Η Ελλάδα παρουσιάζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης που έφτασαν στο 2,7% το 2ο τρίμηνο του 2023 –πολύ υψηλότερα από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο-, όμως η μεγέθυνση αυτή αποτελεί αναπότρεπτη συνθήκη μιας οικονομίας που έφτασε στο χαμηλότερο αναπτυξιακό επίπεδο την περίοδο της οικονομικής κρίσης, με απώλειες που ξεπέρασαν το 25% του ΑΕΠ. Το 2023 το ΑΕΠ της χώρας κυμαίνεται στα 195,5 δις € έναντι 239,7 δις € το 2007 –προ οικονομικής κρίσης- και εκτιμάται ότι θα χρειαστούν 15 χρόνια για να επανέλθει στα προ κρίσης χρέους επίπεδα, με μεσο-σταθμικό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης στο 1,5%. Οι κρατικές επιδοτήσεις της περιόδου της πανδημίας που ξεπέρασαν τα 50 δις €, οι πόροι για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης που κυμάνθηκαν περί τα 10 δις € σε συνδυασμό με τα 70 δις € του Ταμείου Ανάκαμψης και του Νέο ΕΣΠΑ, συνέβαλαν και συμβάλλουν καθοριστικά σ αυτή την μεγέθυνση, τονώνοντας τόσο την ιδιωτική κατανάλωση όσο και τις επενδύσεις που παρουσίασαν ποσοστό αύξησης πάνω από 10% το 2021 και το 2022[1]. Επίσης το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης κι η επαναφορά στους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς στην Ε.Ε, σε συνδυασμό με την απαίτηση υψηλών κεφαλαίων για την προσαρμογή στην πράσινη μετάβαση[2], δεν εγγυώνται τη διατήρηση αυτών των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.