Η ελληνική περιφέρεια σε παρακμή.
Σ ένα από τα χωριά του
παραγωγικού κάμπου της Άρτας έχει προ πολλού αλλάξει η πληθυσμιακή ισορροπία με
την πλειοψηφία των κατοίκων να κείτονται πλέον στο τοπικό κοιμητήριο. Σ ένα
πληθυσμό άνω των 600ων κατοίκων, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, απεβίωσαν
270 άνθρωποι τα τελευταία 5 χρόνια, συνέπεια της ηλικιακής γήρανσης, της
πανδημίας και της πτώσης της ποιότητας ζωής. Τα κλειστά σπίτια, οι
χορταριασμένες αυλές, τα σκοτεινά δρομάκια αποτελούν επαναλαμβανόμενο μοτίβο ιδιαιτέρως στα πιο ορεινά χωριά. Τα περισσότερα σχολεία
έχουν κλείσει ή διατηρούνται ως μονοθέσια και διθέσια χάρη στους αλλοδαπούς μαθητές. Ο Νομός της Άρτας είναι ο
πλέον γερασμένος Νομός της Ηπείρου συγκαταλεγόμενος στους 39 Νομούς της χώρας
που παρουσίασαν σημαντικές απώλειες, μεταξύ του 7 και 12% του τοπικού πληθυσμού μεταξύ 2011 & 2021.Η τάση θα επιταθεί λόγω της γήρανσης και της εγκατάλειψης
με αποτέλεσμα την δεκαετία, 2021- 2031,
να γίνουμε μάρτυρες του ιστορικού τέλους πολλών χωριών αλλά και σημαντικών κοινωνικο-οικονομικών
ανακατατάξεων στα διοικητικά κέντρα των νομών που θα απολέσουν
την παραγωγική τους ενδοχώρα.
Ήταν η δεκαετής περίοδος του Μνημονίων που για τον περιορισμό του δημοσιονομικού κόστους επικράτησε η αντίληψη της συγκέντρωσης και των οικονομιών κλίμακας ως μοναδική προοπτική οικονομικής βιωσιμότητας. Μια αντίληψη συγχωνεύσεων σε νέα διοικητικά κέντρα που υπαγόρευσε ο Νόμος Καλλικράτη, παραβλέποντας τα γεωγραφικά δεδομένα της εκτεταμένης ορεινότητας και νησιωτικότητας της χώρας καθώς και τις ιστορικές παρακαταθήκες των Ελληνικών κοινοτήτων. Μετακινήσεις προσωπικού στα διοικητικά κέντρα των Νομών και των Περιφερειών, συγχωνεύσεις και κλείσιμο σχολείων και αγροτικών ιατρείων, δραστικός περιορισμός ή και σταμάτημα δρομολογίων λεωφορείων προς και από τα χωριά, εγκατάλειψη των αγροτικών δρόμων και των βασικών υποδομών, ήταν οι σημαντικότερες συνέπειες του περιορισμού του Προγράμματος των Δημοσίων Επενδύσεων. Η φιλελεύθερη οικονομική αντίληψη αντιλαμβανόμενη την οικονομική βιωσιμότητα με όρους αγοράς, αντιμετωπίζει ως άσκοπο το κόστος ενός καθημερινού δρομολογίου λεωφορείου σ ένα χωριό 10 κατοίκων, την συντήρηση του δρόμου του, τον φωτισμό και την ύδρευση μιας αραιοκατοικημένης περιοχής, την διατήρηση ενός σχολείου ή ενός κέντρου υγείας. Αντιμετωπίζει επίσης με τον ίδιο οριζόντιο τρόπο φορολογικά και ασφαλιστικά τον καφετζή ενός χωριού των 500ων κατοίκων με τον ιδιοκτήτη ελεύθερο επαγγελματία ενός bistro στο Κολωνάκι. Κι ενώ το κόστος συντήρησης δικτύων και υποδομών των ορεινών και νησιωτικών δήμων είναι σαφώς υψηλότερο από το αντίστοιχο των αστικών, η κατανομή των πόρων από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ) άρχισε να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της ορεινότητας και της νησιωτικότητας μόλις το 2024. Το master plan για την ανάπτυξη των ορεινών και νησιωτικών περιοχών που είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός τον Μάιο του 2022 στην συνάντηση του με τους δημάρχους των περιοχών αυτών, παραμένει ακόμα ζητούμενο.
Σ αυτές τις οικονομικές πρακτικές
και στο έλλειμμα στρατηγικής για την παραγωγική ανάταξη της χώρας και στην τριτογενοποίηση της οικονομίας, θα
πρέπει αναζητήσουμε τις αιτίες του μαρασμού της Ελληνικής υπαίθρου, της
πληθυσμιακής συγκέντρωσης στα διοικητικά κέντρα των νομών και ιδιαιτέρως των
περιφερειών, την αστυφιλία και την συνέχιση της μετανάστευσης των νέων στο
εξωτερικό. Είναι φανερό πως για ένα σημαντικό κομμάτι της
εγχώριας πολιτικής και οικονομικής ελίτ το κενό θα καλυφθεί από την εισροή και
την νομιμοποίηση μεταναστών, όπως επιχειρείται με το πρόσφατο νομοσχέδιο της
Κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της έλλειψης εργατικών χεριών στον αγροτικό,
στον κατασκευαστικό τομέα και στον τουρισμό. Παραλείπονται όμως οι πολιτισμικές
συνέπειες ενός τέτοιου κοινωνικού μετασχηματισμού από πληθυσμούς με
μουσουλμανική ταυτότητα, σε μια χώρα που πρώτη αυτή βρίσκεται αντιμέτωπη με το
αναθεωρητικό ισλάμ στα σύνορα του Δυτικού Κόσμου.
Συγκράτηση του πληθυσμού, αποκέντρωση και δημογραφία.
Κάθε σοβαρή ηγεσία θα πρότασσε
για την ανάταξη του πρωτογενούς τομέα ένα στρατηγικό σχέδιο συγκράτησης του πληθυσμού της υπαίθρου και
σταδιακής ενίσχυσης του με κίνητρα αποκέντρωσης από τα αστικά κέντρα, παράλληλα
με την αξιοποίηση ενσωματώσιμων μεταναστών που ζουν και εργάζονται επι χρόνια
στη χώρα. Μια στρατηγική με πιο βραχυπρόθεσμη εφαρμογή συνδυαζόμενη μ’
αυτή της δημογραφικής ανάταξης που
αναμένεται να εξαγγελθεί τον προσεχή Μάιο κι εφόσον εφαρμοστεί άμεσα, -με τις κατάλληλες
αναπροσαρμογές στα τομεακά, περιφερειακά και τοπικά προγράμματα-, μπορεί να ανασχέσει
την μείωση του γηγενούς πληθυσμού στα 1,2 εκατ. έως το 2050[1]. Αναπροσαρμογές σε δράσεις
ενίσχυσης της οικογένειας, υποδομές για την στήριξη της μητρότητας,
μεταρρυθμίσεις του εργασιακού πλαισίου (πχ τηλε-εργασία) ώστε να καταστεί πιο φιλικό με
την οικογενειακή ζωή, συνδεδεμένα με χρηματοδοτικά εργαλεία και κίνητρα που
μέχρι στιγμής απουσιάζουν από τα μέτρα πολιτικής της Κυβέρνησης και της
Αυτοδιοίκησης.
Σήμερα που όλες οι σχετικές
μελέτες δείχνουν ότι μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους αποτροπής των νέων
στο να ξεκινήσουν την δική τους οικογένεια είναι το υψηλό στεγαστικό κόστος, ιδιαίτερα
στα μεγάλα αστικά κέντρα, η αξιοποίηση των κλειστών σπιτιών στην περιφέρεια θα
ήταν σημαντική πτυχή μιας κοινωνικής
στεγαστικής πολιτικής συνδυαζόμενης με την αποκέντρωση. Οι δήμοι θα μπορούσαν
να καταγράψουν τα ακίνητα αυτά και σε συνεργασία με τους κληρονόμους να
εκπονήσουν σχέδια αξιοποίησης τους προσελκύοντας νέα ζευγάρια που θα ήθελαν να
εγκατασταθούν με χαμηλά μισθώματα, απαλλαγή από δημοτικά τέλη και μια διαφορετική φορολογική και ασφαλιστική
αντιμετώπιση από το Κράτος.
Οι μικροί Δήμοι θα πρέπει ν
αντιμετωπίσουν το έλλειμμα τεχνικής υποστήριξης από εξειδικευμένα στελέχη για
μελέτες και προετοιμασία στην αξιοποίηση πόρων των διαρθρωτικών ταμείων, στο
πλαίσιο κινήτρων επιστροφής στελεχών της κεντρικής διοίκησης στον τόπο
καταγωγής τους και νέων προσλήψεων με όρο την εγκατάσταση και παραμονή σε
αυτούς τουλάχιστον για μια δεκαετία. Η
υποχρεωτικότητα του όρου αυτού θα πρέπει να διέπει το σύνολο των προσλήψεων σε
νέες οργανικές θέσεις στην περιφέρεια ώστε ν αντιμετωπιστεί το τεράστιο
έλλειμμα ειδικοτήτων γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού στα περιφερειακά
νοσοκομεία, καθηγητών, δασκάλων, γεωπόνων και εν γένει δημόσιων λειτουργών.
Οι ΤΟΕΒ και οι ΓΟΕΒ θα πρέπει να
εκσυγχρονιστούν με μηχανήματα, εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό ώστε να
επιτελέσουν κομβικό ρόλο στη διαχείριση του υδρολογικού κύκλου με έργα ανάσχεσης
των πλημμυρικών φαινομένων, -συνέπεια
της κλιματικής κρίσης-, φραγμάτων, διανοίξεων ποταμών και αυλάκων, αλλαγής των
ποτιστικών μεθόδων, ώστε να αντιμετωπιστούν φαινόμενα πτώσης του υδροφόρου
ορίζοντα που επιτείνονται από την επαπειλούμενη λειψυδρία .
Τα κλειστά σχολεία θα μπορούσαν
να αποτελέσουν χώρους εκπαίδευσης των νέων αγροτών και κτηνοτρόφων σε σύγχρονες
μεθόδους ευφυούς και έξυπνης παραγωγής συνδεόμενα με τα ερευνητικά κέντρα των
Παν/μιων, και τα εγκαταλειμμένα κτήματα ν’ αποτελέσουν πεδίο υλοποίησης της
πρακτικής άσκησης φοιτητών από τμήματα ζωικής και φυτικής παραγωγής. Στη βάση χωροταξικών
σχεδίων αξιοποίησης των βοσκοτόπων, των δασωμένων αγρών και παραθαλάσσιων
οικοσυστημάτων θα μπορούσαν να εκπονηθούν σχέδια υψηλής προστιθέμενης αξίας για
αξιοποίηση εγχώριων ποικιλιών, για κτηνοτροφία ζώων ελευθέρας βοσκής, υλοτόμησης, μελισσοκομίας, αξιοποίησης
βοτάνων και αλιείας, με διατήρηση της
βιοποικιλότητας και με τα απαιτούμενα έργα υποδομής. Σε ανάλογα χωροταξικά θα
μπορούσε να αξιοποιηθεί η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ τόσο στα χερσαία όσο και
στα θαλάσσια οικοσυστήματα, να υποστηριχθεί η ενεργειακή παραγωγή για την
κάλυψη των αναγκών αγροτικών σπιτιών, δημοτικών κτηρίων, σταβλικών
εγκαταστάσεων, αποθηκών και γεωτρήσεων καθώς και της τοπικής παραγωγής
βιο-αερίου από οργανικά απόβλητα, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των ενεργειακών
κοινοτήτων. Το νέο συνεργατικό μοντέλο αξιοποιώντας εγκαταλειμμένες
συνεταιριστικές εγκαταστάσεις, θα μπορούσε να βρει εφαρμογή τόσο στην κοινή
χρήση εργαλείων, αγροτικών μηχανημάτων και εγκαταστάσεων όσο και στην διάθεση
των προϊόντων από ομάδες παραγωγών, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η
αισχροκέρδεια των μεσαζόντων και των ολιγοπωλίων που ευθύνονται για την ακρίβεια.
Τα πνευματικά κέντρα θα έπρεπε να
αποτελέσουν κύτταρα σύνδεσης της τοπικής κοινωνίας με την ιστορία και την
ταυτότητα του τόπου, υψηλής πολιτιστικής παραγωγής και διασύνδεσης των κοινοτήτων
με τα διεθνή πολιτιστικά ρεύματα, συνδεδεμένα με την εκπαίδευση και τον
εναλλακτικό τουρισμό.
Ελπιδοφόρα εγχειρήματα.
Το Κοινοτικό εργαστήρι των
Τζουμέικερς που κατασκευάζει εργαλεία αγροτικής παραγωγής βασιζόμενο σε
μεθόδους ομότιμης παραγωγής στο Καλέτζι Ιωαννίνων αποτελεί μια πρότυπη μονάδα
μεταποίησης με πολλαπλές εφαρμογές στον αγροτικό χώρο που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί
και να επεκταθεί.
Η Χρυσομηλιά, ένα ορεινό χωριό
της Πίνδου κοντά στα Τρίκαλα, αποτελεί εξαίρεση στη δημογραφική κατάρρευση και στην
εγκατάλειψη, που βασισμένο στην αυτάρκεια, στους στενούς κοινωνικούς δεσμούς,
στην κουλτούρα και στην ταυτότητα του τόπου καταφέρνει, παρά τις αντιξοότητες,
να αναπτύσσεται παραγωγικά και πληθυσμιακά.
Η Βαμβακού στη Λακωνία αποτελεί
ένα χωριό που αναγεννήθηκε από τις στάχτες του χάρη στην πρωτοβουλία 4ων
νέων ανθρώπων που εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί αξιοποιώντας μια ιδιωτική
χρηματοδότηση. Σήμερα απαριθμεί 28 μόνιμους κατοίκους, διαθέτει 25 θέσεις εργασίας στο εστιατόριο, στους ξενώνες, στους δύο συνεταιρισμούς παραγωγών,
στην επιχειρηματική θερμοκοιτίδα, στα
πολιτιστικά και εκπαιδευτικά προγράμματα.
Σ ένα διεθνές περιβάλλον με
χαρακτηριστικά μεσοπολέμου και με αλλεπάλληλες κρίσεις η χώρα δεν έχει
περιθώρια μιας ακόμα χαμένης περιόδου[2]. Απαιτείται άμεση ανασυγκρότηση
κι αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με
όρους αγοράς και στη βάση του υπερ-τουριστικού μοντέλου, αλλά με σχέδιο και στρατηγική αποκέντρωσης
ξεκινόντας από την υπερτροφική
πρωτεύουσα. Η ανασύσταση της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, αποτελούν
καθοριστική προϋπόθεση της αμυντικής θωράκισης και της παραγωγικής
ανασυγκρότησης που συνιστούν όρους συλλογικής επιβίωσης στα σύνορα της Δύσης με
την Ευρασία, ενόψει γενικευμένων πολέμων κι όντας αντιμέτωποι με την υπαρξιακή
απειλή του νέο-Οθωμανισμού.
[1] Εάν δεν ληφθούν μέτρα κατά την τρέχουσα δεκαετία η μείωση του
γηγενούς πληθυσμού θα ξεπεράσει τα 2 εκατ. έως το 2050, σύμφωνα με τον καθηγητή δημογραφίας Βύρωνα
Κοτζαμάνη.
[2] Μετά από μια περίοδο βελτιώσεων η χώρα επανέρχεται στα αυξημένα
εμπορικά ελλείμματα που ανήλθαν στα 2,54 δις € τον Ιανουάριο του 2024 έναντι
2,47 δις € ένα χρόνο πριν. Οι εισαγωγές φρούτων και λαχανικών από τρίτες χώρες αυξήθηκαν κατά
20% το πρώτο διμηνο του 2024 ενώ οι εισαγωγές από Τουρκία το 2023 ανήλθαν σε:
11,2 χιλ τόνους ντομάτες, 1,2 χιλ τόνους πιπεριές, 2 χιλ τόνους κολοκυθάκια,
2,7 χιλ τόνους λεμόνια 2 χιλ τόνους σταφίδες.
(Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου