Ο Κώστας Παπαιωάννου, -ίσως ο μεγαλύτερος Έλληνας φιλόσοφος του 20ου αιώνα- είχε δει στα απρόσωπα εργοστάσια της πρώιμης βιομηχανικής εποχής τον προάγγελο των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Στα μοντέλα εργασίας της απολύτου υποταγής και των εξοντωτικών ρυθμών που εφαρμόστηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα, βασίστηκαν μέθοδοι οργάνωσης της παραγωγής στα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα της Δύσης στην φάση της μαζικής παραγωγής.
Μπαίνοντας το 43, οι χειμαζόμενοι από την πείνα και τις κακουχίες Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν και τον κίνδυνο της «πολιτικής επιστράτευσης» στα Γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, με ποινή την καταναγκαστική εργασία μέχρι θανάτου, όπως προέβλεπε η συμφωνία της 18ης Σεπτεμβρίου μεταξύ του Γερμανικού Υπ. Δικαιοσύνης και των SS. Ο Κατοχικός πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος και ο Υφυπουργός εργασίας Καλύβας, δημοσίευσαν στην εφημερίδα της Κυβέρνησης, στις 23 Φλεβάρη, το σχετικό διάταγμα προκαλώντας μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις με την οργάνωση αιματηρών διαδηλώσεων την επομένη από το ΕΑΜ, με 3 νεκρούς και 30 σοβαρά τραυματίες.
Η κηδεία του μεγάλου Εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά σαν σήμερα, στις 28 του Φλεβάρη, μετατράπηκε σε κορυφαία αντι-κατοχική διαδήλωση συσπειρώνοντας όλους τους Έλληνες σ ένα παλλαϊκό συλλαλητήριο κατά του φασισμού. Ο σπαρακτικός Λόγος του Σικελιανού, απαγγέλλοντας ως επικήδειο το ποίημα «Παλαμάς» το οποίο έγραψε την ημέρα της κηδείας, σμίγει με την βουβή κραυγή του πλήθους, αναζωπυρώνοντας την ελπίδα της Λευτεριάς. Όταν οι εκπρόσωποι των κατακτητών πήγαν να καταθέσουν στεφάνι ο Κατσίμπαλης άρχισε σιγανά να ψέλνει τον Εθνικό Ύμνο συμπαρασύροντας το πλήθος σε μια ακραία αντιστασιακή Πράξη. Η ογκώδης διαδήλωση της 5ης Μαρτίου του 43 ήταν η τελευταία ενωτική αντιστασιακή στιγμή που οδήγησε στην ανατροπή του Λογοθετόπουλου και στην ματαίωση του διατάγματος της «πολιτικής επιστράτευσης».
Ο Παλαμάς με τον θάνατο του έσωσε από βέβαιο θάνατο χιλιάδες Αθηναίους ενώ συντέλεσε σε μια τεράστιας συμβολικής σημασίας για την εποχή, νίκη κατά των δυνάμεων του Άξονα, προοιωνίζοντας την οριστική ήττα τους στο Στάλιγκραντ.
Δυστυχώς όμως οι Αθηναίοι δεν τίμησαν τον σωτήρα τους Παλαμά, το σπίτι που άφησε την τελευταία του πνοή στην οδό Περιάνδρου στην Πλάκα, -στην καρδία της πόλης-, είναι εγκαταλειμμένο, ερειπωμένο και βεβηλωμένο. Είναι η μοίρα αυτού του τόπου να μην περιποιεί τιμή και δόξα στους μεγάλους του ευεργέτες….
ΠΑΛΑΜΑΣ
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Στη συνέχεια, ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης (1881-1952), από τους τελευταίους εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, απήγγειλε συγκλονιστικά το ποίημά του Στον Κωστή Παλαμά.
Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.
Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.
Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.
Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου