Το διακύβευμα.
Οι εξελίξεις μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τους κλυδωνισμούς της παγκόσμιας οικονομίας την περίοδο της πανδημίας, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη επαναφοράς του «πολιτικού ρεαλισμού» στον Δυτικό κόσμο. Αν για την Ευρώπη αποτελούν προτεραιότητες η ανάδειξη της Ευρωπαϊκής ταυτότητας, η αμυντική θωράκιση κι η επανάκαμψη της παραγωγικής βάσης, που αποδιαρθρώθηκε την περίοδο της παγκοσμιοποίησης, για την Ελλάδα που αντιμετωπίζει την θανάσιμη απειλή του Οθωμανικού αναθεωρητισμού, τα παραπάνω λαμβάνουν υπαρξιακό χαρακτήρα.
Ο νέος ψυχροπολεμικός διαχωρισμός Δύσης-Ευρασίας με την πιθανή υπαγωγή της Τουρκίας στο Ευρασιατικό στρατόπεδο εφόσον η Ρωσία προσαρτήσει τελικά Ουκρανικά εδάφη, δημιουργεί παράθυρο ευκαιρίας για την χώρα μας που δύναται να καταστεί υπό προϋποθέσεις το ανατολικό όριο του ευρωπαϊκού κόσμου. Η επιλογή επιχειρηματικών κολοσσών να επενδύσουν στην Ελλάδα στον τομέα των νέων τεχνολογιών και της καινοτομίας, η ενεργειακή αναβάθμιση με τα καλώδια μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος από την Αίγυπτο ή δεδομένων (data) από την Σαουδική Αραβία, η αναβάθμιση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης από τους Αμερικανούς, οι τερματικοί σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου κι ο αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου Ελλάδας-Βουλγαρίας, η επαναλειτουργία των ναυπηγείων Ελευσίνας υπό την ONEX σε συνεργασία με τον Ιταλικό κολοσσό της Finkantiery και αισίως του Σκαραμαγκά, υποδηλώνουν την γεω-οικονομική τάση αναβάθμισης της χώρας.
Κρίση χρέους και στασιμοπληθωρισμός.
Η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία σε συνδυασμό με τον κίνδυνο νέων γεωπολιτικών αναταράξεων στην Αν Ευρώπη, στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο και στον Ειρηνικό, την κλιματική κρίση και το ενδεχόμενο επανεμφάνισης πανδημικών φαινομένων μετά το άνοιγμα της Κίνας, αποτελούν βασικές πηγές αβεβαιότητας για την παγκόσμια οικονομία.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ΔΝΤ και ΟΟΣΑ η παγκόσμια μεγέθυνση για το 2023 θα κυμαίνεται μεταξύ 2,7 και 2,9% ενώ η Ευρωζώνη δεν εκτιμάται να ξεπεράσει το 0,5% με μια μικρή υποχώρηση του πληθωρισμού από 9,4% το 2022 στο 6,5% το 2023 στις χώρες του ΟΟΣΑ[1]. Η Παγκόσμια Τράπεζα και κορυφαίοι οικονομολόγοι όπως ο Ρουμπινί, ο Ντίμον της JP Morgan και άλλοι προβλέπουν υφεσιακά φαινόμενα μεγαλύτερης κλίμακας από την οικονομική κρίση του 2008 τα οποία επιτείνονται από μια νέα κρίση χρέους στο δυτικό κόσμο λόγω της πιστωτικής επέκτασης της περιόδου της πανδημίας. Οι παγκόσμιες δανειακές υποχρεώσεις εκτιμώνται στα 290 τρις $ με τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ να κινείται στο 360%, γεγονός που δυσχεραίνει την εξυπηρέτηση του σε συνθήκες αύξησης των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, καθιστώντας ευάλωτες οικονομίες όπως των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας καθώς και πολλών αναπτυσσόμενων χωρών.
Ο πληθωρισμός των χωρών της Δύσης από την δεκαετία του 80 παρουσίασε μια αργή αλλά συνεχή πτωτική πορεία μέχρι 2020 στην οποία συνέβαλαν τόσο οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών όσο και η μείωση του κόστους παραγωγής που επέφερε η παγκοσμιοποίηση. Η έλευση του covid-19 όμως άλλαξε αυτά τα δεδομένα: οι κεντρικές τράπεζες βασισμένες στην πολιτική των μηδενικών επιτοκίων αύξησαν, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα, την ποσότητα του χρήματος, προκειμένου τα κράτη να ενισχύσουν το εισόδημα των εργαζομένων σε κλάδους που ανεστάλη η λειτουργία τους και να καλύψουν τις υγειονομικές ανάγκες. Η αύξηση της ποσότητας χρήματος συνδυάστηκε με την πτώση της παγκόσμιας παραγωγής λόγω κλεισίματος πολλών εργοστασίων στην Κίνα που τροφοδοτούσαν με αγαθά τις δυτικές χώρες ή με δυσλειτουργίες στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω συσσώρευσης εκκρεμών εμπορευματοκιβωτίων στα διεθνή λιμάνια καθώς και με την πτώση της παραγωγής καυσίμων λόγο της κατάρρευσης των διεθνών μετακινήσεων. Η σταδιακή επάνοδος στην κανονικότητα έγινε σε συνθήκες υψηλής ιδιωτικής ζήτησης λόγω αύξησης των τραπεζικών καταθέσεων αλλά περιορισμένης προσφοράς αγαθών με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών στην οποία συνέβαλαν και φαινόμενα κερδοσκοπίας.
Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία επιτάχυναν τις ανοδικές τάσεις στις τιμές του φυσικού αερίου. Αυτές είχαν ήδη προκληθεί από την αυξημένη ζήτηση στην εξαρτημένη από το ρωσικό αέριο Ευρώπη την επομένη της επανόδου στην κανονικότητα μετά την πανδημία, σε συνθήκες περιορισμένων αποθεμάτων και της επιλογής Πούτιν για μείωση της ροής στους αγωγούς. Επιταχύνθηκε δε μετά την έναρξη του πολέμου και των αποφάσεων της Ε.Ε για απεξάρτηση από τους Ρωσικούς υδρογονάνθρακες σε συνδυασμό με την αναστολή της λειτουργίας του Nord Stream 2 και τις δολιοφθορές στον Nord Stream 1 καθώς και την κερδοσκοπία του Ολλανδικού χρηματιστηρίου ενέργειας –TTF- στον προσδιορισμό της τιμής χονδρικής που εκτόξευσε τα κέρδη των παραγωγών. Αντίστοιχα οι αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου προκλήθηκαν από την απόφαση των παραγωγών χωρών του OPEC+ -στις οποίες συμμετέχει και η Ρωσία-, να διατηρήσουν σε χαμηλά επίπεδα την αύξηση της παραγωγής (σε μόλις 400 χιλ βαρέλια τον μήνα) σε συνθήκες ανάκαμψης των διεθνούς εμπορίου και των μετακινήσεων, οδηγώντας τις τιμές του Βrent πάνω από τα 80$ / βαρέλι. Η τρέχουσα υποχώρηση των τιμών φ.α και πετρελαίου λόγω μειωμένης ζήτησης στην οποία συμβάλλουν οι ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες για την εποχή και άρα οι υψηλές αποδόσεις των ΑΠΕ στην Ευρώπη καθώς και η επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα δημιουργούν κάποια αισιοδοξία η οποία όμως ενδέχεται να είναι πρόσκαιρη εφόσον μετά το πέρας του πανδημικού κύματος η Κίνα ανακάμψει σε συνδυασμό με την ζήτηση που θα προκαλέσει η αναπλήρωση των αποθεμάτων στις αποθήκες της Ε.Ε.
Κίνα
Η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας αποτελεί συνέπεια της πολιτικής των μηδενικών κρουσμάτων και των αυστηρών lock down που έπληξαν τον βιομηχανικό της τομέα και τις εφοδιαστικές αλυσίδες οδηγώντας σε κατακόρυφη μείωση του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου το οποίο αυξήθηκε κατά 4,9% το 2022 έναντι 10% την προηγούμενη χρόνια, με πρόβλεψη για μεγαλύτερη ανάσχεση εντός του 2023. Η στροφή των εμπορικών ροών της Κίνας προς την Ν Ανατολική Ασία έναντι της Ευρώπης και των ΗΠΑ αδυνατίζει σταδιακά την στρατηγική του one belt one road ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τις τάσεις περιφερειοποίησης έναντι της παγκοσμιοποίησης. Μόνη ίσως εξαίρεση αποτελεί η Γερμανία που επιδιώκει τις εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή όπως διεφάνη από την πρόσφατη επίσκεψη του Καγκελαρίου Σόλτς στην Κίνα και την Κινεζική διείσδυση στο λιμάνι του Αμβούργου. Ο πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων covid μετά την σταδιακή χαλάρωση των μέτρων αυτοπεριορισμού, συνέπεια των κοινωνικών εξεγέρσεων, η συνεχής όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και της ανεργίας των νέων, η δημογραφική κάμψη σε συνδυασμό με την επισφάλεια της φούσκας των ακινήτων στα οποία έχει επενδυθεί το 30% του ΑΕΠ της χώρας, σηματοδοτούν έντονες κρίσεις που πιθανόν να εκτονωθούν από μια εισβολή στην Ταιβάν με συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία. Πολλοί εκτιμούν ότι στις τάσεις της παγκόσμιας γεω-οικονομίας τα επόμενα χρόνια η Ινδία που ήδη ξεπέρασε πληθυσμιακά την Κίνα θα εκμεταλλευτεί την Κινεζική υποχώρηση καθιστάμενη ο σημαντικότερος οικονομικός πόλος του παγκόσμιου Νότου, πάντα μετά την Κίνα.
Την ίδια στιγμή η Ρωσία οδεύει σε μια δεκαετία οπισθοδρόμησης αντιμετωπίζοντας τις μακροπρόθεσεμες συνέπειες των κυρώσεων και των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία. Ο προϋπολογισμός του 2023 σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της μετατροπής της σε «πολεμική οικονομία» προβλέποντας μείωση κατά 1 τρις ρούβλια των κρατικών δαπανών για την εγχώρια οικονομία περιορίζοντας τες συνολικά στα 3,5 τρις ρούβλια, έναντι 9,3 τρις που θα κατευθυνθούν στους τομείς ασφαλείας και στην πολεμική βιομηχανία. Το έλλειμμα εργατικού δυναμικού δεδομένης της φυγής ανθρώπων παραγωγικής ηλικίας και της επιστράτευσης ξεπερνάει το 1 εκατ. Παράλληλα το εμπάργκο προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και πληροφορικής δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην προοπτική υποκατάστασης των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων καθώς και τον απαιτούμενο μετασχηματισμό των υποδομών ενέργειας που απαιτούνται για την στροφή προς την Ασία μετά την απόφαση απεξάρτησης της Δύσης από τις ενεργειακές της πηγές. Τα δεδομένα αυτά την οδηγούν προοπτικά σε πλήρη εξάρτηση από την Κίνα με δεδομένες τις συνέπειες στις αυτοκρατορικές επιδιώξεις της αλλά και τους κινδύνους διαμελισμού που εγκυμονεί η αυξανόμενη παρουσία μουσουλμανικών πληθυσμών στο εσωτερικό της.
ΗΠΑ.
Αν για την Κίνα προβλέπεται οικονομική επιβράδυνση το 2023, για τις δυτικές οικονομίες είναι υπαρκτός ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού. Η Αμερικανική ανάπτυξη εκτιμάται στο -0,7%, από 0,5% το 2022 και 5,7% το 2021. Η υποχώρηση του πληθωρισμού στο 7,7% τον Οκτώβριο δημιουργεί κάποια αισιοδοξία για αποκλιμάκωση του βασικού επιτοκίου που έφτασε στο 4,5% στο κλείσιμο του 2022 μετά την εκτίναξη του πληθωρισμού στο 9,1%, που αποτελεί υψηλό 40ετίας, τον περασμένο Ιούνιο.
Ο Νόμος του Αυγούστου για την πράσινη μετάβαση προβλέπει ενίσχυση 1 τρις $ σε βιομηχανικές μονάδες για παραγωγή καθαρής ενέργειας και πράσινης τεχνολογίας προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις στις Βρυξέλλες που καταγγέλλουν τις ΗΠΑ για νέο-προστατευτισμό που οδηγεί σε μετεγκατάσταση μεγάλων βιομηχανικών μονάδων στις ΗΠΑ από το Ευρωπαϊκό έδαφος.
Η ενίσχυση του δολαρίου προκαλεί ήδη προβλήματα στην εξυπηρέτηση του χρέους που συσσωρεύτηκε την περίοδο της πανδημίας σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, περιορίζοντας τις επενδύσεις και πλήττοντας ιδιαίτερα τις αναπτυσσόμενες οικονομίες με υψηλό χρέος. Η οικονομική στασιμότητα που μεταφράζεται σε ρευστοποίηση ομολόγων και χιλιάδες απολύσεις εργαζομένων σε κλάδους νέων τεχνολογιών επιτείνει την κοινωνική κρίση στην ήδη βαθιά διχασμένη Αμερικάνικη κοινωνία
Ευρωζώνη.
Μετά από μια περίοδο υψηλών κρατικών ενισχύσεων κατά την περίοδο της πανδημίας που στην Γερμανία ξεπέρασε το 30% του ΑΕΠ της, το 15% σε Γαλλία και Αγγλία ενώ στη χώρα μας δαπανήθηκαν συνολικά πάνω από 50 δις € –κάνοντας πολλούς οικονομολόγους να μιλάνε για σοσιαλδημοκρατική στροφή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης–, η Ευρώπη φάνηκε πολύ κατώτερη των περιστάσεων στην αντιμετώπιση των παρενεργειών της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Οι εσωτερικές αντιθέσεις του μπλοκ Γερμανίας–Ολλανδίας με την πλειοψηφία των χωρών του Νότου που οδήγησαν σε μεγάλες καθυστερήσεις στην λήψη συλλογικής απόφασης για το πλαφόν στην τιμή του εισαγόμενου φυσικού αερίου, προκάλεσαν σημαντικές επιβαρύνσεις στους εθνικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς, την ίδια στιγμή που τα χρηματιστήρια της ενέργειας, –με κύριο το Ολλανδικό TTF–, παραγωγοί και έμποροι αποκόμιζαν υπερκέρδη. Μεγάλες βιομηχανικές μονάδες όπως η Γερμανική BASF μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ ενώ πολύ ζοφερό διαφαίνεται το μέλλον για την βαριά βιομηχανία που είναι εξαρτημένη από το φ.α. Η διατήρηση του στόχου της «πράσινης συμφωνίας» για απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες και το φυσικό αέριο έως το 2030 αναιρεί την προοπτική επενδύσεων για την αξιοποίηση κοιτασμάτων της Ευρωζώνης ενώ υποβαθμίζει τον στρατηγικό σχεδιασμό αγωγών όπως ο EAST MED προς όφελος του εισαγόμενου φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν ή του LNG από τις ΗΠΑ, την Αλγερία και το Κατάρ. Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής FED-ΕΚΤ που οδηγεί σε αύξηση επιτοκίων για την αναχαίτιση των πληθωριστικών πιέσεων δημιουργεί επιπλέον επιπτώσεις στις επενδύσεις και στην εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών χρεών.
Το εξαγωγικό μοντέλο της Γερμανίας που της επέτρεψε θηριώδη πλεονάσματα μπαίνει σε κρίση διότι αναιρούνται οι βασικές προϋποθέσεις του: η φθηνή εισαγόμενη ενέργεια από την Ρωσία, τα φθηνά βιομηχανικά μέταλλα και ορυκτά από την Κίνα, οι πωλήσεις προϊόντων στους μεγάλους πληθυσμούς της Τουρκίας και ευρύτερα της Ασίας καθώς και τα μηδενικά επιτόκια των κεντρικών Τραπεζών. Η κρίση του μοντέλου την οδηγεί –όπως και τις ΗΠΑ– σε πολιτικές προστατευτισμού, εξαγγέλλοντας κρατικές ενισχύσεις άνω των 200 δις € στη βιομηχανία της, κατά παράβαση των Ευρωπαϊκών κανόνων περί ελεύθερου ανταγωνισμού. Αντίστοιχα ισχυρές Ευρωπαϊκές οικονομίες όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο αναμένεται να υποστούν τις παρενέργειας της ύφεσης της Αγγλικής οικονομίας η οποία αντιμετωπίζει τον συνδυασμό υψηλών εμπορικών ελλειμμάτων και δημογραφικής κάμψης του γηγενούς πληθυσμού έναντι των μεταναστευτικών κοινοτήτων.
Το σκάνδαλο του QATAR Gate ανέδειξε με τον πιο έκδηλο τρόπο την πολλαπλή διείσδυση των ισλαμικών κεφαλαίων στην Ευρωζώνη είτε μέσω της εξαγοράς μεγάλων εταιριών, ποδοσφαιρικών ομάδων, real estate και ΜΚΟ. Οι πολλαπλές οικονομικές εξαρτήσεις της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών από ευρασιατικά οικονομικά κέντρα εξηγούν τις πολλαπλές παθογένειες και τις παλινωδίες σε στόχους και στρατηγικές όπως πχ την απεξάρτηση από τους Ρωσικούς υδρογονάνθρακες ή για μια νέα συμφωνία για το μεταναστευτικό με αυστηροποίηση της παράνομης μετανάστευσης και της ισότιμης κατανομής των βαρών για τους πρόσφυγες.
Παράλληλα η Ευρώπη θα αντιμετωπίζει την συνεχιζόμενη άνοδο των τιμών των τροφίμων που μεταξύ άλλων στρεβλώσεων και κερδοσκοπιών στις εφοδιαστικές αλυσίδες τροφοδοτείται από το αυξημένο κόστος ζωοτροφών και λιπασμάτων συνέπεια του εμπάργκο σε νιτρική αμμωνία και καυστικό κάλιο σε Λευκορωσία και Ρωσία που είχε σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο η την μετεγκατάσταση μεγάλων εργοστασίων. Ήδη τον Ιούλιο του 2022 οι τιμές του σιταριού έχουν αυξηθεί κατά 18% από τις αρχές του ’22 και κατά 78% σε επίπεδο 3ετίας, η ζάχαρη κατά 15% και 84% αντίστοιχα, η σόγια κατά 26% και 83% και τα βοοειδή κατά 9,5% και 58%.[2]
Η διεύρυνση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης με κεφαλαιακή επέκταση για δημοσιονομικές παρεμβάσεις στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας σε συνδυασμό με την επέκταση της διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας και την εμπορική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κοιτασμάτων αποτελούν μερικούς βασικούς άξονες παρεμβάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο στους οποίους θα έπρεπε να πρωτοστατήσει η Ελλάδα με σύμμαχες χώρες εντός Ευρώπης ως αντίβαρα στην Γερμανική επιρροή.
Ελλάδα.
Η έλλειψη μιας ενδογενούς παραγωγικής βάσης καθιστά την οικονομία εξαιρετικά ευάλωτη στις διεθνείς κρίσεις, είτε πρόκειται για την κρίση της Lehman Brothers παλαιότερα, είτε για την τουρκική επιθετικότητα είτε για τον κορωνοϊό πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Ο προϋπολογισμός του 2023 –η συζήτηση για τον οποίο πέρα από τους πολιτικούς διαξιφισμούς στιγματίστηκε από την καταψήφιση των αμυντικών δαπανών από την μείζονα αντιπολίτευση- καταρτίστηκε σε συνθήκες γενικευμένης αβεβαιότητας. Αβεβαιότητα που σχετίζεται με την διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, την πολεμική αντιπαράθεση με την Τουρκία, το ενδεχόμενο νέας υγειονομικής κρίσης με το άνοιγμα της Κίνας και το εσωτερικό μέτωπο των επικείμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Σε αυτές τις συνθήκες η ελληνική οικονομία θα πρέπει να συγκεράσει την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων που προκαλεί το ενεργειακό, οδηγώντας σε 27% αύξηση των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων και 25% το κόστος παραγωγής, ενισχύοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις, διατηρώντας παράλληλα την δημοσιονομική ισορροπία με στόχο το 1,6 δις € πλεόνασμα του ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης από 3,4 δις € έλλειμμα το 2022[3]. Η συγκυριακή υποχώρηση της τιμής του φ.α και η αποκλιμάκωση της τιμής του πετρελαίου λόγω κυρίως κλιματικών συνθηκών που συμπαρέσυρε την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος σε μείωση κατά 8,8% έχει ήδη οδηγήσει σε πτώση του πληθωρισμού στο7,2% τον Δεκέμβριο από 8,5% τον Νοέμβριο[4].
Για τον πρώτο στόχο που επιτείνεται λόγω προεκλογικής περιόδου εφαρμόζεται επιπλέον κατά την τρέχουσα περίοδο η μεσοσταθμική αύξηση των συντάξεων κατά 7,5%, η μείωση των ασφαλιστικών κρατήσεων και της εισφοράς αλληλεγγύης, η επιδότηση τροφίμων σε συνδυασμό με την πρόβλεψη 1δις € για την ενεργειακή ενίσχυση νοικοκυριών και επιχειρήσεων από το ταμείο ενεργειακής μετάβασης, με έσοδα από την φορολόγηση των παραγωγών ενέργειας και των διυλιστηρίων, καθώς και επιπλέον 1ος δις € ως μαξιλάρι στον Κρατικό προϋπολογισμό. Δεδομένων των οικονομικών μέτρων στήριξης και των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, το χρέος εκτιμάται το 2023 στα 357δις € από 355 το 2022 με το ΑΕΠ να κυμαίνεται στο 224 δις € και τον λόγο χρέος /ΑΕΠ στο 160%. Παρά το γεγονός ότι το ελληνικό χρέος στον μεγαλύτερο ποσοστό του είναι με σταθερό επιτόκιο και άρα δεν επηρεάζεται από τις αυξήσεις των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, η άνοδος των spread στο 4% και η ανατίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ οδηγούν σε αύξηση του κόστους δανεισμού και καθιστούν αναγκαία την σταθερότητα και την δημοσιονομική ισορροπία.
Κλαδικές επιδόσεις
Στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας η άνοδος στις κατασκευές κατά 24% κι ο υπερδιπλασιασμός του δείκτη κύκλου εργασιών του τουρισμού υποσκελίστηκε από την επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 9,5% σε σχέση με το 2021 ο δε γενικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής παρουσίαζε τον Οκτώβριο του 2022 μείωση κατά 2,5%[5] σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στην βιομηχανία υποχώρησε τον Οκτώβριο του 2022 αποτέλεσμα της απαισιοδοξίας στο επίπεδο παραγγελιών και ζήτησης. Επιπρόσθετος παράγοντας απαισιοδοξίας αποτελεί η αύξηση του τραπεζικού δανεισμού με ρυθμό 12,3% προς τις μεταποιητικές επιχειρήσεις με την συνολική πιστωτική επέκταση να κυμαίνεται στο 1,5 δις € εντός του 2022.
Η υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής προήλθε από τη μείωση της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος κατά 11,2% και των ορυχείων-λατομείων κατά 3,2% ενώ μικρή άνοδο παρουσίασε η μεταποίηση κατά 1,9%, τα φάρμακα κατά 1,7% και τα τρόφιμα κατά 1,3%[6].
Το εμπορικό έλλειμμα του 9μηνου Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2022 έφτασε στα 27δις € λόγω σημαντικής αύξησης των εισαγωγών από 46 δις € το 2021 σε 68 δις € το 2022 έναντι 41 δις € εξαγωγών, από 28,7 δις € το 2021. Τον πυρήνας του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου αποτελούν τα ενδιάμεσα και τελικά κεφαλαιουχικά αγαθά με το έλλειμμα των βιομηχανικών προϊόντων να ανέρχεται στα 4,1 δις € από 2,6 δις € το 2021 – και παρά το ότι τα βιομηχανικά προϊόντα αποτελούν το 85% των συνολικών εξαγωγών αγαθών της χώρας. Εκτός των πετρελαιοειδών των οποίων οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 91%, το αλουμίνιο και τα φαρμακευτικά σκευάσματα σημείωσαν σημαντικές επιδόσεις με 795 εκατ. € και 621 εκατ € αντίστοιχα, τα διατηρούμενα φρούτα και λαχανικά με 375 εκατ € και τα γαλακτοκομικά με 325 εκατ €[7].
Την μεγαλύτερη ζήτηση των ελληνικών προϊόντων σημείωσαν κατά σειρά η Ιταλία, η Γερμανία, η Βουλγαρία, η Κύπρος, οι ΗΠΑ και η Τουρκία ενώ την μεγαλύτερη πτώση παρουσίασαν οι εξαγωγές προς την Κίνα. Αντίστοιχα στις εισαγωγές οι σημαντικότερες χώρες είναι η Γερμανία, η Κίνα, η Ρωσία (η οποία διπλασίασε τις εξαγωγές της προς την χώρα μας εντός του 2022 με την συμβολή των Ελλήνων εφοπλιστών), το Ιράκ, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Γαλλία. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου με την Τουρκία παρέμεινε σταθερό εντός του 2022 παρά την ακραία επιθετική ρητορική, εκτιμώμενο στα 400 εκατ. € (1,3 δις € εξαγωγές έναντι 1,7 δις εισαγωγές).[8]
Την διετία 2021-2022 οι κλάδοι της μεταποίησης, των τεχνικών, επιστημονικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων εμφανίζουν στάσιμη εικόνα με την ετήσια μεταβολή της προστιθέμενης αξίας να είναι κατά μέσο όρο μικρότερη των 500ων εκατ. €. Αντίθετα υψηλές επιδόσεις παρουσίασαν οι κλάδοι της εξόρυξης και της ενέργειας με 1,3 δις € ετήσια αύξηση ενώ ο κλάδος του εμπορίου, μεταφορών, αποθήκευσης καταλυμάτων και εστίασης προκάλεσε την μεγαλύτερη αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας κατά 4 δις € σε ετήσια βάση εμπεδώνοντας την γενικότερη τάση τριτογενοποίησης της οικονομίας. Το 2022 η μεταποίηση στην Ελλάδα αποτελούσε το 9,4% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (με μέσο όρο το 14,8% στην Ευρωζώνη) έναντι του 26,7% του κλάδου του εμπορίου, μεταφορών, αποθήκευσης καταλυμάτων και εστίασης (με μέσο όρο το 17,2% στην Ευρωζώνη)[9].
Στον αγροτικό τομέα ήδη από το 2021 η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία παρουσίαζε αρνητική μεταβολή κατά 8,1% λόγω της ενεργειακής κρίσης με τον τομέα να κυμαίνεται στα 5,8 δις € ενώ θετική κατά 0,4% ήταν η μεταβολή στην Ε.Ε. Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τις αρνητικές επιδόσεις με αύξηση στην τιμή των ζωοτροφών κατά 27% τον Σεπτέμβριο το 2022 –και κατά 40% στις σύνθετες ζωοτροφές στην πτηνοτροφία-, έναντι του προηγούμενου χρόνου, πλήττοντας ιδιαίτερα την κτηνοτροφική παραγωγή[10]. Αντίστοιχα η αύξηση των αζωτούχων λιπασμάτων κυμάνθηκε στο 150% , λόγω της συνάρτησης της παραγωγής τους από το φ.α που παρά τις κρατικές ενισχύσεις με 60 εκατ. € οδήγησε σε αύξηση του κόστους παραγωγής μετακυλίστηκε στο κόστος κατανάλωσης.
Στο τέλος του 2022 η αύξηση των τιμών στα γαλακτοκομικά και αυγά ήταν 25,6%, στα κρέατα 17,8% στο λάδι και στα λίπη 21,7%, στο ψωμί και στα δημητριακά 18,7%[11]. Η αντιμετώπιση των εμπορικών καρτέλ και των κερδοσκοπικών φαινομένων από τους ελέγχους της Επιτροπής Ανταγωνισμού που λειτουργεί με μόλις 81 υπαλλήλους σε σύνολο 230 οργανικών θέσεων και η ενίσχυση των κινήτρων για την δημιουργία νέων συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών θα μπορούσε να αμβλύνει τις μεγάλες επιβαρύνσεις των οικογενειακών προϋπολογισμών από τις τιμές των τροφίμων και να διασφαλίσει την ασφάλεια της τροφής στο γενικό πληθυσμό.
Ο αγροτικός τομέας θα αντιμετωπίσει εντός του 2023 επιπλέον το φαινόμενο της λειψυδρίας που ήδη πλήττει τα μεγάλα ποτάμια της Ευρώπης, αφού η παρατεταμένη καλοκαιρία και οι υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες οδηγούν σε μεγάλη πτώσης της στάθμης νερού στους υδροφόρους ορίζοντες -όπως πχ στο Θεσσαλικό κάμπο- που συνήθως ανεφοδιάζονται τους μήνες από Οκτώβριο έως Δεκέμβριο.
Η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος σε συνδυασμό με τις αρνητικές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, τις μη εξυπηρετούμενες δανειακές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων και την πτωτική τάση των επενδύσεων συνθέτουν το δομικό αναπτυξιακό πρόβλημα με αβέβαιη και εύθραυστη την διατήρηση των θετικών ρυθμών ανάπτυξης σε συνθήκες γεωπολιτικής αστάθειας και ύφεσης.
Απασχόληση -δημογραφία
Αν η αρνητική εξέλιξη στο εμπορικό ισοζύγιο μετά τις θετικές επιδόσεις των προηγούμενων ετών αποτελεί προανάκρουσμα δυσμενέστερων εξελίξεων, η εικόνα της απασχόλησης αντανακλά επιπλέον ανησυχίες. Η έντονη εποχικότητα που χαρακτηρίζει ακόμα το τουριστικό αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας είχε σαν αποτέλεσμα τον Νοέμβριο του 2022 να χαθούν συνολικά 83.647 θέσεις εργασίας και άλλες 115.856 τον Οκτώβριο[12] με την συντριπτική πλειοψηφία να προέρχεται από τους τομείς του τουρισμού και της εστίασης. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με τις χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας στον επισιτισμό, στον τουρισμό και στον πρωτογενή τομέα αποτελούν την χειρότερη επίδοση από 2001. Ενώ βρισκόμαστε σε φάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας με το ποσοστό να κυμαίνεται στο 12% η εποχικότητα της εργασίας και η μερική απασχόληση αποτελούν σημαντική τάση του μοντέλου εργασίας, με το 50% των νέο-προσληφθέντων να είναι σε καθεστώς ημι-απασχόλησης ενώ επιθυμεί θέση πλήρους απασχόλησης. Το δεύτερο τρίμηνο του 2022 ο αριθμός των υποαπασχολούμενων κυμάνθηκε στις 161 χιλ άτομα γεγονός που συνεπάγεται χαμηλά εισοδήματα για σημαντική μερίδα του πληθυσμού που εργάζονται χωρίς συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Σημαντικά αρνητική επίδοση τέλος αποτελεί το υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων που αποτελεί το 63,5% των ανέργων κατατάσσοντας την χώρα στη δεύτερη χειρότερη θέση της ΕΕ μετά την Σλοβακία[13].
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα της χώρας που θα καθορίσει το οικονομικό μοντέλο, την κοινωνική πολιτική και το ασφαλιστικό είναι το δημογραφικό όπου με βάση τα τρέχοντα δεδομένα της απογραφής του 2021 η χώρα χάνει κάθε χρόνο μια πόλη σαν την Κοζάνη με την ψαλίδα θανάτων-γεννήσεων συνεχώς να μεγαλώνει.
Αν δεν υπάρξει ολοκληρωμένη πολιτική για το δημογραφικό με διακομματική συναίνεση και μέτρα για την τόνωση της γονιμότητας, την στήριξη των οικογενειών, την εξομάλυνση της οικογενειακής ζωής με την εργασιακό βίο, την επιστροφή των νέων που έφυγαν την προηγούμενη δεκαετία, την αναμόρφωση του συστήματος υγείας εκπαίδευσης και ασφάλισης αλλά πολύ περισσότερο μια αλλαγή παραδείγματος για τη σημασία της οικογένειας, η γραμμική μείωση του πληθυσμού μέχρι το 2050 θα οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη κατάρρευση στη συνέχεια με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για έναν γερασμένο γηγενή πληθυσμό περί τα 6 εκατομμύρια έως το 2100.
Η συρρίκνωση αυτή θα οδηγήσει σε απώλεια ετήσιου ΑΕΠ έως 95 δις € για την αντίστοιχη περίοδο. Η διατήρηση των σημερινών τάσεων θα έχει ως αποτέλεσμα το 2050 σε κάθε 10 εργαζόμενους να αντιστοιχούν 7 συνταξιούχοι γεγονός μη βιώσιμο για οποιοδήποτε ασφαλιστικό σύστημα[14]. Σημαντικές θα είναι δε οι επιπτώσεις στην αποτρεπτική δυνατότητα της χώρας λόγω της μείωσης των στρατευσίμων αλλά και της πληθυσμιακής μείωσης των συνοριακών νομών της ηπειρωτικής Ελλάδας από τον Έβρο μέχρι τα Ιωάννινα που παίρνει τα χαρακτηριστικά αδειάσματος μεγάλων περιοχών. Η περιφερειακή ανασυγκρότηση στη βάση γενναίων κινήτρων μετεγκατάστασης πληθυσμού από τα αστικά κέντρα, την προσέλκυση ατόμων υψηλής εξειδίκευσης στη βάση ολοκληρωμένων σχεδίων χωρικής ανάπτυξης κρίσιμων περιοχών θα έπρεπε να αποτελέσουν την βασική προτεραιότητα του αναπτυξιακού σχεδιασμού σε αντιδιαστολή με την ενσωμάτωση μουσουλμάνων μεταναστών και την μόνιμη εγκατάσταση τους στην επικράτεια.
Η κατεύθυνση των πόρων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ στο εκσυγχρονισμό και στις υποδομές στήριξης της παραγωγικής βάσης δημιουργώντας βιώσιμες και ποιοτικές θέσεις εργασίας θα έδιναν τον τόνο στην κατεύθυνση και των ιδιωτικών επενδύσεων. Με έμφαση στις ενδογενείς οικονομικές ροές σε τομείς αιχμής όπως η αμυντική και ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία, ο ενεργειακός εκσυγχρονισμός με εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων και των ΑΠΕ, η μεταποίηση στον αγροτο-διατροφικό τομέα, οι νέες τεχνολογίες και η καινοτομία και η βαριά μας βιομηχανία στον Πολιτισμό σε αντιδιαστολή με τα οράματα του the Ellinikon, της Αττικής Ριβιέρα και των Mall, θα θωράκιζαν την Ελληνική οικονομία έναντι των επικείμενων μεγάλων κλυδωνισμών.
Εισήγηση στην τηλεδιάσκεψη του ΑΡΔΗΝ 28.01.2023
[1] ΙΟΒΕ, Η Ελληνική Οικονομία, Τριμηνιαία έκθεση, Τεύχος 3/22
[2] ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Οικονομική ανάλυση και επενδυτική στρατηγική- Αγροτικά προϊόντα
[3] Αιτιολογική έκθεση Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή
[4] Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
[5] Γραφείο προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή, Έκθεση Γ τριμήνου 2022
[6] ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ, Δελτίο εξελίξεων στη βιομηχανία, Νοέμβριος 2022
[7] ΕΛΣΤΑΤ –Eurostat, Επεξεργασία ΙΕΕΣ-ΣΕΒΕ
[8] ΙΟΒΕ, Η Ελληνική Οικονομία, Τεύχος 3/22
[9] ΙΝΕ Γ.Σ.Ε.Ε Η Ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ενδιάμεση Έκθεση, Νοέμβριος 2022.
[10] Επεξεργασία στοιχείων Eurostat
[11] Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
[12] Πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ
[13] ΙΝΕ Γ.Σ.Ε.Ε Η Ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ενδιάμεση Έκθεση, Νοέμβριος 2022.
[14] ΙΟΒΕ, Η Ελληνική Οικονομία, Τριμηνιαία έκθεση, Τεύχος 3/22
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου